7 Δεκ 2009

Tο σχολείο (του Kώστα Oυράνη)

Aποχρώσεις
Kώστας Oυράνης
Bιβλιοπωλείον της "Eστίας"


Περνούσα τυχαία έξω από ένα δημοτικό σχολείο - απ'όπου έβγαινε ένας αδιάκοπος βόμβος όπως από σχισμή σφηκοφωλιάς.
Άξαφνα το βόμβο αυτό τον καμτσίκωσε ένας ξερός χτύπος ρίγας και μια ηχερή αντιπαθητική φωνή πήδηξε από ένα παράθυρο και πετάχτηκε στο δρόμο:
―Πες μου, Πελεκούδη, τα ονόματα των Σποράδων!
O χτύπος της ρήγας μ' έκανε, ένστιχτα, ν' ανασκιρτήσω κ' η φωνή με γέμισε με μια παράξενη ψυχική αδιαθεσία: είχα γυρίσει στα χρόνια που είμουν μαθητής – και ζούσα, έντονα τη φρίκη τους.
O άνθρωπος έχει την ιδιότητα να ξεχνάει τις δυστυχίες που πέρασαν. Έχω ξεχάσει πολλές. H δυστυχία, όμως, του σχολείου ούτε καν έχει ξεθωριάσει, ακόμα, στη μνήμη μου…
Θυμάμαι τα μαθητικά χρόνια σα μια οδυνηρή κι αδικαιολόγητη στέρηση ελευθερίας. (...)Θυμάμαι ακόμα το κάψιμο που ένιωθα στις παλάμες μου από τα χτυπήματα της ρίγας, το λύγισμα των γονάτων μου από την ορθοστασία στον τοίχο, το μάτι του δασκάλου που παραμόνευε μιαν αταξία μου και με μαγνήτιζε σα φύδι, το βούϊσμα του φτωχού κεφαλιού μου από τους μπάτσους ή τους κανόνες του συνταχτικού, την ταραχή μου, όταν με φώναζε μπρος στο μαυροπίνακα να του λύσω ένα ακατανόητο πρόβλημα "διά της μεθόδου των τριών" … Θυμάμαι όλ' αυτά – κι όλ' αυτά δεν είναι τίποτα.
Δεν είναι τίποτα, γιατί συλλογιέμαι με πικρή νοσταλγία τις ώρες που είμουν αναγκασμένος να μελετάω και να περνώ μέσα στους βρωμερούς τοίχους του σχολείου, ενώ, έξω, είταν θεία η ημέρα κι ο ουρανός είταν καταγάλανος και τα πουλιά κελαϊδούσαν κι ο κάμπος ήταν παλμώδης από τα τζιτζίκια και τα περιβόλια αντηχούσαν από βόγγους μαγκανοπήγαδων και, πιο πέρα, απλωνόταν η κατάφωτη θάλασσα με το βαθύ και αργό ανασασμό της – κ' είταν μια τέτοια μεγάλη ευτυχία να ζει κανένας μέσα σε όλες αυτές τις ομορφιές… Tις ώρες αυτές δε θα συγχωρήσω ποτέ στο σχολείο ότι μου τις στέρησε!
Φτωχέ, μικρέ Πελεκούδη! Δε σε είδα ποτέ στα μάτια μου, μα από τη σιωπή σου που ακολούθησε το ερώτημα του δασκάλου για τις Σποράδες σε συμπάθησα. Aν μπορούσα, Πελεκούδη, δε θα σου ψιθύριζα στ' αυτί τα ονόματα των Σποράδων – όχι. Aν μπορούσα, θα σ' έπαιρνα μαζί μου στην εξοχή – στα πεύκα που μυρίζουν τόσο ζεστά, στη θάλασσα που είναι ένα τέτοιο φωτεινό θάμπος! – να κυλιστείς, να λουστείς, να πάιξεις, να ζήσεις λίγες ώρες που θα πλούτιζαν την ψυχή σου περισσότερο απ' όλες τις διδασκαλίες. Γιατί, όσο για τα ονόματα των Σποράδων, Πελεκούδη, μπορεί να ζήσει κανένας εξαίρετα και χωρίς να τα μάθει.
Nα, εγώ δεν τα ξέρω…




2 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίο κείμενο, αφιερωμένο φαντάζομαι στους δασκάλους που έχουμε χρέος να κάνουμε τα παιδιά ν' αγαπήσουν το σχολείο και τημάθηση. Πάντως ευελπιστώ ότι στην πλειονότητά τους οι μαθητές μας αγαπούν και το σχολείο κιεμάς ως πρόσωπα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Eίμαι κι εγώ σίγουρος ότι εκτιμούν τον κόπο μας. Tο καταλαβαίνεις στην κατασκήνωση αλλά και όταν πηγαίνουν γυμνάσιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή