26 Φεβ 2011

H εθνική κατάθλιψη...

 Mε ένα περίπατο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ή με μία επίσκεψη σε κάποιο εμπορικό κέντρο μπορεί πολύ εύκολα να καταλάβει κάποιος την ψυχολογία του ενός και των πολλών. Ο ‘Eλληνας έχει χάσει το γέλιο, την αισιοδοξία, την ελπίδα για το μέλλον. Δεν βλέπεις χαμόγελα και όπου συναντάς κάποια χαμόγελα, είναι πικρά, χαμόγελα με υποσημείωση.
Παντού κυριαρχεί μια αγωνία, ένας εκνευρισμός που κάνει δύσκολη  για τον εργαζόμενο ακόμη και την πιο απλή εξυπηρέτηση σε κάποιο κατάστημα, που καθιστά επικίνδυνη την πιο απλή διαφορά στους δρόμους. Σου δίνεται η εντύπωση ότι η προθυμία του εργαζομένου, η ευγένεια απέναντι στον πελάτη καταντούν μια μάταιη πολυτέλεια μπροστά σ’ αυτό που ο εργαζόμενος βλέπει να έρχεται μπροστά του. Θαρρείς ότι οι περισσότεροι εργάζονται μάταια, ότι αισθάνονται πως η δική τους καλή απόδοση στην εργασία δεν  δίνει καμιά εγγύηση για το μέλλον. 
Η επίσκεψή μου σε μεγάλο σούπερ μάρκετ της Θεσσαλονίκης, Παρασκευή απόγευμα, ήταν απογοητευτική. Ο κόσμος ήταν φανερά μειωμένος σε σχέση με το παρελθόν. Στα πολλά ταμεία του καταστήματος υπήρχε από ένα καρότσι, ενώ σπανίως παρατηρούσες γεμάτα καρότσια. Τα ράφια είχαν τα απαραίτητα, ενώ οι ψευτοπροσφορές των εταιρειών ήταν το δόλωμα  για να αγοράσει κάποιος κάτι παραπάνω. Που και που έβλεπες κάτι εντυπωσιακές προσφορές σε κάποια ανώνυμα προϊόντα. Εκεί όπου η εξυπηρέτηση γινόταν από το προσωπικό του καταστήματος έβλεπες σκυθρωπά πρόσωπα, που με το ζόρι σου μιλούσαν, δεν είχαν καμιά διάθεση για να σε εξυπηρετήσουν, μερικές φορές έβλεπες και στιγμιαίους εκνευρισμούς μεταξύ τους. Εκεί όπου υπήρχε μεγάλη σειρά ήταν σε κάποια κλήρωση του καταστήματος όπου υπήρχε η πιθανότητα να κερδίσεις το σύνολο αυτών που ξόδεψες. Φυσικά  οι περισσότεροι έφευγαν χωρίς να κερδίσουν τίποτα αλλά είχαν την υπομονή να περιμένουν κανένα δεκάλεπτο. 
Δεν διέκρινα κάποια κακή αδιαφορία από πλευράς υπαλλήλων. Σίγουρα δεν ήταν «κοπρίτες». Ήταν απλοί εργαζόμενοι, όπως και οι πελάτες τους, που βιώνουν μια αβάσταχτη καθημερινότητα. 
Στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς μου, το μεγάλο ενδιαφέρον  υπάρχει μετά το τέλος της, όταν όλο και περισσότεροι θεωρούν «έξυπνο» να ψάχνουν σ’ αυτά που παρατούν οι έμποροι κάποιο «καλό» προϊόν για να το φάνε οι ίδιοι ή για να το δώσουν στα παιδιά τους. Δεν πρόκειται για ανθρώπους που χρόνια ζουν στο περιθώριο, ούτε για ζητιάνους. Βλέπω ηλικιωμένους με τα παλιομοδίτικα κουστουμάκια τους, γυναίκες καθημερινές, νεαρότερα ζευγάρια οι οποίοι αυτό που παλιότερα θεωρούσαν ντροπή, το θεωρούν τώρα «έξυπνο».
Δεν μεγάλωσα πλούσιος, ούτε και πίστεψα ότι ποτέ θα γίνω. Mάλιστα μεγάλωσα σε κάποια λαϊκή γειτονιά όπου όλοι μας ήμασταν μεροδούλι μεροφάι. Γι’ αυτό και ποτέ δεν θεωρούσα την ευημερία, είτε την προσωπική είτε την κοινωνική, δεδομένη. Δεν μπορώ όμως να ανεχθώ την απελπισία, τη ματαιότητα και την κατάθλιψη ως αναγκαίο κακό, ως κάτι που πρέπει να το περάσουμε χωρίς να ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Ακόμα και μέσα σε χειρότερες δυσκολίες το αφήγημα του καθενός για το μέλλον είχε κάποια όνειρα, κάποια ελπίδα. Τώρα φοβάμαι πως μια ολόκληρη γενιά πάει χαμένη. Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές δεν πρέπει να πάψουμε να σκεφτόμαστε κοινωνικά. 
Γ.K.

2 σχόλια:

  1. Φίλε μου Γιώργο συμφωνώ απόλυτα με τα όσα γράφεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κουμενίδου Σταυρούλα1 Μαρτίου 2011 στις 10:58 π.μ.

    Κι όμως πρέπει να ξαναβρούμε και τη χαρά και την ελπίδα για το μέλλον, έστω και χωρίς πολλά υλικά αγαθά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή