21 Μαρ 2011

Στοχασμοί γύρω από το '21, Παναγιώτης Kανελλόπουλος, 23 Μαρτίου 1963, μέρος 3

«Ἐνῶ οἱ κοιλάδες», γράφει ἡ Fredrika Bremer, μιλώντας γιὰ τὸ παρελθὸν στὸν ἐνεστῶτα, «μοιάζουν βυθισμένες στὸν ὕπνο τῆς δουλείας, οἱ φωτισμένες ἀπὸ τὸν ἥλιο κορυφὲς τῆς Ἑλλάδος εἶναι οἱ κοιτίδες τῆς ἐλευθερίας.
Ἀπὸ τὶς κορυφὲς αὐτές, ὅπου κατοικεῖ ὁ κεραυνός, ἀκούσθηκαν οἱ φωνὲς θαρραλέων ἀνδρῶν ποὺ ἀγαποῦσαν τὴν ἐλευθερία...». Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ἦταν οἱ Κλέφτες. Τὰ «τραγούδια» τους ἔχουν, ὅπως παρατηρεῖ πολὺ σωστά, «κάτι ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ποιητικὸ πνεῦμα». Καὶ τ' ὀνομάζει ἡ Σουηδὴ ποιήτρια, παραπέμποντας στὸ ἔργο τοῦ φίλου της Ἀλεξάνδρου Ραγκαβῆ «Esquisses de la littérature Grecque moderne», «ἰσχυρό» τὸ λαϊκὸ στρῶμα «τῶν ἀνώνυμων ποιητῶν καὶ ἡρώων». Παραθέτει, μάλιστα, μεταφράσεις χαρακτηριστικῶν στίχων τῶν λαϊκῶν μας τραγουδιῶν καὶ παρατηρεῖ, ὅτι, «ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία μυθολογία, ἔτσι καὶ στὰ τραγούδια αὐτά, κάθε σπηλιὰ καὶ κάθε πηγὴ κατοικεῖται ἀπὸ μιὰ νύμφη• καὶ ὁλόκληρη ἡ φύση μὲ ὅλες τὶς ὑπάρξεις της συμμερίζεται μὲ στοργὴ τὴν τύχη τῶν γενναίων». Μνημονεύει καὶ τὸ τραγοῦδι ποὺ ἐμφανίζει τὸν Ὄλυμπο νὰ μαλώνῃ μὲ τὸν Κίσσαβο (τὴν Ὄσσα) , χωρὶς νὰ γνωρίζῃ (ἂν τὸ ἐγνώριζε, θὰ τὸ ἔλεγε) , ὅτι κι αὐτὸς ὁ Goethe τὸ εἶχε ὄχι μόνο προσέξει, ἀλλὰ καὶ μεταφράσει στὰ γερμανικά.

Ὅταν ἀντίκρυσε ὁ Maxime Raybaud τὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδᾶτο στὴ Μασσαλία, δὲν θὰ ἤξερε ἀκόμα, ὅτι αὐτὸς ὁ περίεργος λαὸς ποὺ ὀνομάζεται ἑλληνικὸς —ὁ λαὸς τῶν Γραικῶν— ἦταν καὶ ὡς ἀνώνυμο σύνολο στὸ ὕψος ἐκείνων τῶν τέκνων του ποὺ εἶχαν, ὡς ἄτομα, τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκπαιδευθοῦν στὸ ἐξωτερικό. Δὲν ἐκπηδοῦν προσωπικότητες ἀπὸ τοὺς κόλπους ἑνὸς λαοῦ παρὰ μόνον, ἂν ἀποτελῇ καὶ ὁ ἴδιος προσωπικότητα. Καὶ κάτι ἄλλο θὰ ἔμαθε ὁ νεαρὸς Γάλλος ἀξιωματικός, ὅταν θὰ ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα. Θὰ εἶδε, ὅτι ὁ λαὸς ποὺ ἀποτελεῖ ὡς ἀνώνυμο σύνολο προσωπικότητα, ἀφήνει νὰ ξεπηδήσουν ἀπὸ τοὺς κόλπους του, ὅταν χτυπήσουν γι' αὐτὸν οἱ καμπάνες, πλῆθος ἄτομα πού, χωρὶς νὰ ἔχουν ὑποστῇ τὴν παραμικρὴ καλλιέργεια σὲ σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια, ἀποκτοῦν ὄνομα καὶ προβάλλουν ὡς προσωπικότητες• προβάλλουν ὡς προσωπικότητες ὅπως καὶ οἱ ἥρωες τοῦ Ὁμήρου. Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ θαυμάσιο τρίπτυχο: ἀνώνυμο σύνολο, λόγιοι καὶ καπεταναῖοι. Μεταξὺ λογίων καὶ καπεταναίων —σ' ἕνα ἐνδιάμεσο στρῶμα— πρέπει νὰ κατατάξουμε τοὺς προκρίτους ἐκείνους ποὺ πῆραν τὸ σπαθὶ στὸ χέρι ἢ τοὺς ἱερωμένους δεσποτάδες καὶ διάκους, ποὺ ἀναδείχθηκαν ὡς στρατοκαλόγεροι. Ὁ μέγας διδάσκαλος τοῦ Γένους ἦταν τὸ ἀνώνυμο σύνολο, τὸ αἷμα, ἡ καρδιὰ τοῦ λαοῦ. Οἱ λόγιοι καὶ οἱ καπεταναῖοι ἐμαθήτευσαν οὐσιαστικὰ πλάϊ στὸν μέγαν αὐτὸν διδάσκαλο. Χωρὶς αὐτόν, τὰ πανεπιστήμια τῆς Δύσεως δὲν θὰ ἔδιναν τίποτε στοὺς Ἕλληνες ποὺ εἶχαν τὴν τύχη νὰ σπουδάσουν ἔξω. Καὶ δὲν θὰ ἔδινε, ἐπίσης, τίποτε στὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ἡ στρατιωτική του πεῖρα στὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου, ἂν δὲν τὸν εἶχε ἐκπαιδεύσει —αὐτὸν τὸν μέγαν ἀγράμματο— τὸ κλέφτικο τραγοῦδι, τὸ ἀνώνυμο, ποὺ —πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὶς σοφὲς διατριβὲς τοῦ Κοραῆ καὶ τῶν ἄλλων λογίων— κράτησε ὡς βαρύτιμος κρίκος σφιχτὴ καὶ ἄθραυστη τὴν ἁλυσίδα τοῦ Γένους ἀπὸ τὴν Ἰλιάδά του Ὁμήρου καὶ μέσῳ τοῦ κύκλου τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα ἢ καὶ τοῦ Ἐρωτόκριτου ὣς τὸ 1821 καὶ ὣς τὸν λεπτὸν ὠτακουστὴ τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, τὸν Διονύσιο Σολωμό.

Δὲν ἄργησε νὰ γνωρίση ὁ Raybaud τοὺς καπεταναίους. Ἀλλὰ τοὺς εἶδε, βέβαια, μὲ τὰ μάτια τοῦ Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου ποὺ πλάϊ του ἔμεινε, ἕνα ὁρισμένο διάστημα χρόνου, ὡς ὑπασπιστὴς καὶ ἐπιτελής. Στὶς 18 Ἰουλίου τοῦ 21 (μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) , ἀπέπλευσε μαζί του ἀπὸ τὴ Μασσαλία. Στὸ ὑδραίικο μπρίκι ἦταν ὁ Raybaud μὲ ἄλλους τέσσερες συμπατριῶτες του. Καὶ οἱ πέντε Γάλλοι ἀξιωματικοὶ βρέθηκαν μαζί, χωρὶς νἄχουν συνεννοηθῆ μεταξύ τους. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πλήρωμα, οἱ ἐπιβάτες ἦταν ὀγδόντα• οἱ πέντε Γάλλοι, μερικοὶ Ἰταλοὶ ἀπὸ τὸ Πεδεμόντιο, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἕλληνες πού, ὅπως γράφει ὁ Raybaud, «ἐπέστρεφαν στὴν πατρίδα τους γιὰ νὰ τὴν ὑπηρετήσουν μὲ τὸ θάρρος τους, μὲ τὰ μπράτσα, καθὼς καὶ μὲ τὶς γνώσεις ποὺ εἶχαν πάει ν' ἀντλήσουν στὴ Γαλλία, στὴ Γερμανία καὶ στὴν Ἰταλία». Καὶ ἀναφέρει ὁ Raybaud τὰ ὀνόματα τοῦ Νικολάου Λουριώτη, τοῦ Γεωργίου Πραΐδη, τοῦ Γεωργίου Σέκερη, τοῦ Σεβαστοπούλου, τοῦ Ψύλλα, τοῦ Παυλίδη, τοῦ Κατινάκη. Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες αὐτοὺς συνδέθηκαν τόσο μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο ποὺ ἔγιναν ὀπαδοί του. Ὁ πρίγκιψ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδᾶτος ἦταν ἡγετικὴ φυσιογνωμία. Ὅπως εἶχε σαγηνεύσει στὴν Πίζα τὸ ζεῦγος Shelley κ' ἔκαμε τὸν ποιητὴ νὰ τοῦ ἀφιερώσῃ —«ὡς δεῖγμα θαυμασμοῦ, ἀγάπης καὶ φιλίας»— τὸ δραματικό του ποίημα «Ἑλλάς», ποὺ τελειώνει μὲ τὸ θαυμάσιο χορικό•

«The world's great age begins anew,
The golden years return...»,

ἔτσι ἔδεσε κοντά του καὶ τοὺς περισσότερους νεαροὺς Ἕλληνες ποὺ ἔτυχε νὰ ταξιδέψουν μαζί του. Τὸ ταξίδι αὐτὸ —ἕνα ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα θρυλικὰ καὶ ἐπικίνδυνα ταξίδια τῶν Ἑλλήνων ἐπάνω στὰ κύματα τῆς Μεσογείου— ἦταν μιὰ σταυροφορία ποὺ δὲν εἶχε πίσω της κανένα κράτος, κανέναν αὐτοκράτορα ἢ βασιλέα, κανέναν Πάπα, κανένα στήριγμα. Τὸ μόνο στήριγμα ἦταν ἡ καρδιὰ τῶν ἴδιων τῶν αὐτοσχέδιων σταυροφόρων, καὶ προπάντων ἡ καρδιὰ ἐκείνου ποὺ εἶχε καὶ τὸ ἰσχυρότερο, ἀνάμεσα σ' ὅλους, πνεῦμα.

Πρὶν ξεκινήσουν ἀπὸ τὴ Μασσαλία, οἱ ἐφημερίδες τῶν Παρισίων εἶχαν γράψει, ὅτι ἡ Πάτρα, τὸ κάστρο της, εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων. Ἔτσι ἀποφάσισαν νὰ κατευθυνθοῦν ἐκεῖ, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος Γερμανὸς περίμενε, συνεννοημένος μὲ τὸν ἐξόριστο Ἰγνάτιο, τὸν τέως μητροπολίτη Ἄρτης καὶ Ναυπάκτου καὶ πρόεδρο, ὕστερα, τῆς ἐκκλησίας Οὑγγροβλαχίας, τὰ πολεμοφόδια ποὺ ἔφερνε ὁ Μαυροκορδᾶτος. Προνοητικός, ὅμως, ὁ ἡγέτης, σκέφθηκε —ἀφοῦ εἶχε φθάσει τὸ πλοῖο, στὶς 31 Ἰουλίου, στὸ στενὸ ποὺ χωρίζει τὴ Ζάκυνθο ἀπὸ τὸν Μοριὰ— νὰ τραβήξῃ πρὸς βορρᾶν, πρὸς τὴν Κεφαλληνία. Καὶ στριφογύριζε τὸ μπρίκι ὁλόκληρη τὴν πρώτη Αὐγούστου ἀναζητώντας κανένα ἑλληνικὸ πλοιάριο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσῃ θετικὲς πληροφορίες. Πρὸς τὸ βράδυ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἀπάντησαν οἱ περιπλανώμενοι μιὰ κεφαλλονίτικη ψαροπούλα καὶ πληροφορήθηκαν, ὅτι στὸ κάστρο τῶν Πατρῶν, καθὼς καὶ σ' ὅλα τὰ ὀχυρά τῆς Ἑλλάδος, κυματίζει ἀκόμα ἡ ἡμισέληνος.

Τὸ κάστρο τῶν Πατρῶν θὰ εἶχε πέσει, τρεῖς περίπου μῆνες πρίν, ἂν δὲν ἔσπευδε ὁ Γιουσοὺφ Πασᾶς νὰ βοηθήσῃ τοὺς πολιορκημένους Τούρκους. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ὁ Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης, ὁ Μπενιζέλος Ροῦφος, ὁ Ἀνδρέας Λόντος καὶ ὁ Νικόλαος Λόντος τὸ εἶχαν σφίξει τὸ κάστρο τόσο πού, ἂν καθυστεροῦσε ὁ Γιουσοὺφ δυὸ-τρεῖς μέρες, θὰ εἶχε κυριευθῆ. Καὶ θἄταν τότε ἀδύνατο νὰ τὸ πλησίασῃ ὁ ἑλληνομαθὴς πασᾶς τῆς Εὐβοίας πού, ἐνῶ ἦταν ἀδίστακτος γιὰ τὸ κακὸ καὶ παρέδωσε τὴν πόλη τῶν Πατρῶν στὸ πῦρ καὶ τὸν ἄμαχο πληθυσμό της στὸν πιὸ ἀποτρόπαιο θάνατο, δὲν εἶχε τὴν τόλμη ν' ἀντιμετώπισῃ τὶς ὁμάδες τῶν πολεμιστῶν πού τὸν περίμεναν στὸν Ὀμπλὸ ἤ καὶ λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν κατεστραμμένη πόλη. Τὶς σκηνὲς αὐτὲς τὶς παρακολούθησε καὶ ὁ Ρουμελιώτης Ἰωάννης Μακρυγιάννης ποὺ εἶχε, εἰκοσιπέντε χρονῶν τότε, σταλῆ ἀπό την Ἄρτα στὴν Πάτρα γιὰ νὰ ζήτησῃ ὁδηγίες γιὰ τὸν ἀγῶνα.

Ὅταν ἔμαθε, λοιπόν, τὰ θλιβερὰ νέα ὁ Μαυροκορδᾶτος, ἀποφάσισε νὰ χρησιμοποιήσῃ ὡς πρώτη σκάλα τὸ Μεσολόγγι, χωρὶς νὰ ξέρῃ κὰν ἂν εἶχε ἐπαναστατήσει ἡ πόλη ποὺ τάχθηκε νὰ γίνῃ ἀργότερα ἕνα παγκόσμιο σύμβολο. Ἀφοῦ ἀγκυροβόλησε, στὶς 2 Αὐγούστου, ἔστειλε στὴν πόλη τὸν Παυλίδη καὶ τὸν Ψύλλα, μὲ μιὰ βάρκα, γιὰ νὰ μάθουν τί γίνεται. Τὴ νύχτα γύρισαν οἱ δυό τους καὶ ἀνάγγειλαν, ὅτι τὸ Μεσολόγγι εἶχε πραγματοποιήσει μιὰν ἀναίμακτη ἀνταρσία καὶ ὅτι εἶχαν φυλακισθῆ ὁ διοικητὴς καὶ οἱ τουρκικὲς οἰκογένειες ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ.

Τὴν ἄλλη μέρα, ἀφοῦ ἀνέβηκαν στὸ ὑδραίϊκο μπρίκι μερικοὶ πρόκριτοι τοῦ Μεσολογγίου, μπῆκαν ὁ Μαυροκορδᾶτος καὶ ὅσοι ταξίδεψαν μαζί του σὲ μικρὲς βάρκες —στὰ «μονόξυλα», ὅπως τὰ ὀνόμαζαν— γιὰ νὰ διασχίσουν τὴ λιμνοθάλασσα. Ὅλοι οἱ κάτοικοι εἶχαν βγῆ στὴν ἀκτὴ νὰ τοὺς ὑποδεχθοῦν. Ὅταν πάτησαν τὸ πόδι τους στὴ γῆ, ἔγιναν δεκτοὶ μὲ τουφεκίδι —ἐκρότησαν καὶ μερικὰ κανόνια— καὶ ἀκούσθηκε ἡ κραυγὴ «ζήτω ἡ ἐλευθερία» ποὺ ἀντήχησε χιλιάδες φορές. Ὁ Maxime Raybaud παραθέτει στὴν ἀφήγησή του τὶς λέξεις «ζήτω ἡ ἐλευθερία» στὰ ἑλληνικά. Καὶ τὶς μεταφράζει καὶ γαλλικά: «vive la liberté». Σπεύδει, ὅμως, νὰ πρόσθεσῃ τὴ φράση: «Ζητῶ συγγνώμη ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη γιὰ τὴ μετάφραση αὐτὴ ποὺ τοῦ δίνω• εἶμαι βέβαιος, ὅτι θὰ τὴν εἶχε μαντεύσει».

Ἀφοῦ, δοκιμάζοντας πρώτη φορὰ ὁ Raybaud τὴν ἑλληνικὴ φιλοξενία, ἤπιε πρῶτα τὸν καφέ του καὶ ὕστερα ἔφαγε καλὰ στὸ σπίτι ποὺ εἶχε προετοιμασθῆ γιὰ τοὺς ξένους, ἀφῆκε τὸν Μαυροκορδᾶτο –τὸν ἄνθρωπο τῆς ἡμέρας ποὺ τ’ὄνομά του συνδέθηκε, ἀπὸ τότε, στενὰ μὲ τὸ Μεσολόγγι- ν’ἀνταλλάξῃ σκέψεις μὲ ὅσους εἶχαν συγκεντρωθῆ γύρω του (ὅλοι, ὅπως γράφει, ὀνόμαζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον «καπιτάνο») καὶ βγῆκε, μαζὶ μὲ τοὺς συμπατριῶτες του, νὰ ἰδῇ τὴν πόλη. Τρία πράγματα τοῦ ἔκαμαν ἐντύπωση: οἱ ὡραῖες γυναῖκες (ἔτσι τοὐλάχιστον τοῦ φάνηκαν, ὅπως λέει, οἱ περισσότερες Μεσολογγίτισσες ποὺ εἶχαν βαμμένα κόκκινα τὰ νύχια τους καὶ χρωματίσει τὰ χείλη τους μὲ ἄγουρο ἀμύγδαλο), οἱ πολλὲς ἐκκλησίες ποὺ τὸ ἐσωτερικό τους ἦταν ἀρκετὰ διακοσμημένο, καὶ οἱ πολλοὶ καφενέδες στὶς καλὰ ἐφοδιασμένες ἀγορές. Στοὺς καφενέδες αὐτοὺς μαζεύονταν, ὅπως γράφει, «οἱ ἀργόσχολοι τοῦ τόπου ποὺ πήγαιναν κεῖ νὰ μάθουν ἢ νὰ φέρουν ἢ νὰ συζητήσουν τὰ νέα τῆς ἡμέρας». Ὅταν ἔφθασε, «ὅλες οἱ φῆμες, καθὼς καὶ ὅλες οἱ συζητήσεις, στρέφονταν γύρω ἀπὸ τὴν πολιορκία ποὺ ἀντιμετώπιζε ὁ Ἀλῆς στὸ κάστρο του τῶν Ἰωαννίνων», λέει σὲ μιὰν ὑποσημείωση ὁ Γάλλος ἀξιωματικός, προσθέτοντας, ὅτι τὰ Γιάννενα ἀπέχουν τέσσερες ἡμερήσιες πορεῖες ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι.

Ἀπὸ 'κεῖ πάνω, ἀπὸ τὰ Γιάννενα, εἶχε φύγει ἤδη —χωρὶς νὰ μαρτυρήσῃ στὸν Ἀλῆ πασᾶ τὴν πρόθεσή του νὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ —ἕνας ἄλλος Ἕλλην μὲ φωτεινὸ πνεῦμα καὶ βαθειὰ γνώση τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων, ἡ δεύτερη ἡγετικὴ πολιτικὴ φυσιογνωμία τοῦ καιροῦ ἐκείνου ποὺ ἦταν ἑπόμενο νὰ διασταυρωθῇ θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο. Ἦταν γιατρός• εἶχε σπουδάσει στὴν Ἰταλία. Εἶχε συνάψει, στὰ Γιάννενα, ἐρωτικὲς σχέσεις μὲ τὴν ἀδελφή τῆς θρυλικῆς Βασιλικῆς ποὺ ἦταν ἡ παρηγοριὰ τοῦ γέρου Ἀλῆ πασᾶ. Τ' ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης Κωλέττης. Τὸν χειμώνα τοῦ 1820-1821 εἶχε καταφύγει στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ πολέμησε. Ὁ Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης ἔχει πολὺ ὑποβλητικὰ συλλάβει, στὸ τελευταῖο του ἔργο «Ἑλληνικὸς Ὄρθρος», τὴν ὑπέροχη περιπέτεια. Τὴ σκηνὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ Κωλέττη ἀπὸ τὰ βουνά του τὴν περιγράφει ὡς ἑξῆς: «ἔβαλε» τὰ δεκαπέντε παλικάρια ποὺ εἶχαν ἀπομείνει μαζί του «σὲ μιὰ γραμμή, ἀπάνω στὸ διάσελο, μὲ πρόσωπο κατὰ τὸ Συρράκο» (τὸ πατρικό του χωριὸ ποὺ ἦταν καὶ ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Γεωργίου Ζαλοκώστα καὶ ὅπου γεννήθηκε ἀργότερα καὶ ὁ Κώστας Κρυστάλλης) , «καὶ τοὺς πρόσταξε νὰ ρίξουν ἀπὸ τρεῖς ντουφεκιὲς ὅλοι μαζί, στὸν ἀέρα. Ἀφοῦ χαιρέτησαν ἔτσι τὰ γονικά τους χώματα καὶ τ' ἀποχαιρετῆσαν, ἔκαναν ὅλοι τὸ σταυρό τους καὶ κίνησαν τὸν κατήφορο κατὰ τὸ ἐπαναστατημένο Μεσολόγγι».

Πρὶν ἀκόμα γίνῃ τὸ Μεσολόγγι ἡ Ἱερουσαλὴμ τοῦ Ἔθνους, ὅλοι κινοῦσαν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Μὲ τὸν θαυμάσιο Μᾶρκο Μπότσαρη ἐκεῖ συνδέθηκε ὁ Μαυροκορδᾶτος. Ἐκεῖ πῆγε καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Μεταξᾶς, ἀφοῦ πολέμησε μὲ τοὺς Κεφαλλονῖτες του στὸ Γεροκομειὸ τῶν Πατρῶν καὶ στὸ Σαραβάλι, κ' ἐκεῖ τὸν γιάτρεψε —εἶχε πάθει τῦφο— ὁ Κωλέττης. Ἐκεῖ ἔφεραν νεκρὸ —στὶς 10 Αὐγούστου τοῦ 1823 (μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο) τὸν Μᾶρκο Μπότσαρη• «τριάκοντα ἑπτὰ βολαὶ κανονίου, ἀνὰ πᾶν τέταρτον τῆς ὥρας, ἀνήγγειλαν τὴν ἡλικίαν τοῦ Μάρκου», γράφει στὰ «ἀπομνημονεύματά» του ὁ Κωνσταντῖνος Μεταξᾶς ποὺ πρῶτος, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιερέα, ἔριξε «γῆν» γιὰ νὰ θάψῃ «τὰς μεγάλας ἐλπίδας, τὰς ὁποίας ἐν αὐτῷ ἔτρεφεν ἡ πατρίς». Κ' ἐκεῖ, στὸ Μεσολόγγι, ἔφθασε, στὶς 24 Δεκεμβρίου τοῦ 1823, ὁ ποιητὴς ποὺ ἐξαγιάσθηκε στὴν ἱερή μας γῆ, ὁ Λόρδος Μπάιρον, καὶ δυὸ μέρες ἀργότερα εἶχε μιὰ πολεμικὴ σύσκεψη μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο καὶ τὸν Μεταξᾶ ποὺ τὴν ἔχει περιγράψει ὁ τελευταῖος. Καὶ ποιὸς δὲν πῆγε στὸ Μεσολόγγι καὶ πόσοι ἔμειναν γιὰ πάντα ἐκεῖ καὶ δὲν ἔφυγαν πιὰ ποτέ! Ἡ μόνη τους ἔξοδος ἦταν πρὸς τὴν ἀθανασία.

Ὁ Pouqueville ποὺ γνώρισε καλὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση γράφει κάτι ποὺ πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε ἰδιαίτερα. Μιλώντας γιὰ τὸ ἔτος 1820 —ἄρα, γιὰ ἕνα ἔτος ποὺ ἦταν ἀκόμα ἔτος προσδοκίας καὶ φόβου μεσ' στὸ σκοτάδι—, γράφει, ὅτι ξαφνικά, ἀπὸ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη, βρέθηκε στὰ χείλη ὅλων ἕνα ὄνομα πού, ὡς τότε, εἶχε πέσει σὲ ἀχρηστία, τὸ ὄνομα: Ἑλλάς.
Ἔτσι σημειώνονται τὰ θαύματα. Πρὶν γίνουν οἱ Γραικοὶ ἄξιοι γιὰ τὸ θαῦμα, ἀπέφευγαν νὰ προφέρουν τ’ ὄνομα πού, χωρὶς ἄλλο, ἐγνώριζαν. Καὶ ξαφνικὰ τὸ ἐπρόφεραν. Τὸ εἶχαν αἰῶνες κρυμμένο μέσα τους. Καὶ κάποια μέρα —μιὰ μέρα ποὺ ἦταν ἀκόμα νύχτα βαθειὰ— ἀπεφάσισαν νὰ ἐκστομίσουν τὰ πέντε αἰώνια γράμματα, ἀπεφάσισαν (ὅπως προσθέτει ὁ Pouqueville) νὰ μιλήσουν γιὰ «πατρίδα», γιὰ «δόξα», γιὰ «βωμοὺς ποὺ πρέπει ν' ἀναστηλωθοῦν».

Τί εἶχε συμβῆ; Στὸ 1820 δὲν εἶχε συμβῆ ἀκόμα τίποτε τὸ φανερό. Εἶχε, ὅμως, κυκλοφορήσει ἕνα μυστικό. Τὸ μέγα μυστικὸ λεγόταν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Πρῶτος πυρήνας της ἦταν ὁ ὥριμος Νικόλαος Σκουφᾶς (βαθύ του βίωμα ἡ τραγωδία τοῦ Ρήγα) καὶ ὁ νεαρὸς Ἀθανάσιος Τσακάλωφ. Ἡ ἑταιρεία ἱδρύθηκε στὴν Ὀδησσό, στὸ 1816, μὲ τρίτον εἴτε τὸν Ἐμμανουὴλ Ξάνθο εἴτε τὸν Παναγιώτη Ἀναγνωστόπουλο. Ὅταν ἡ ἕδρα της μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶχε γενναιόδωρο χορηγὸ καί, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Σκουφᾶ, «πραγματικὸν ἀρχηγόν» της, ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Κόκκινος στὸ ἱστορικό του ἔργο γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ποὺ ἀποτελεῖ συγγραφικὸν ἄθλο, τὸν Τριπολιτσιώτη μεγαλέμπορο Παναγιώτη Σέκερη, ἀδελφὸ τοῦ Γεωργίου ποὺ ταξίδεψε μαζὶ μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο καὶ τὸν Raybaud. Πῶς μποροῦσε, ὅμως, νὰ πιάσῃ ἡ μεγάλη αὐτὴ ὑπόθεση, ἂν γινόταν γνωστό, ὅτι στὴν κορυφὴ τῆς ἑταιρείας —μέλη τῆς «ἀρχῆς» ποὺ διοικοῦσε τὰ πάντα— ἦταν μερικοὶ ἔμποροι κ' ἕνας σπουδαστής; Τὸ μέγα, λοιπόν, μυστικὸ ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἀκόμη μυστικώτερο μ' ἕναν ψίθυρο ποὺ ἔφθασε στ' αὐτιὰ χιλιάδων ὑπόδουλων ἑλλήνων, μὲ τὴ φήμη, ὅτι ἡ ἀρχὴ —«αὐτὴ ἡ δύναμη, ἡ σκοτεινή, ἡ ἀθέατη ποὺ ἀπ' αὐτὴν ἐκπορεύονταν τὰ πάντα», ὅπως ἔγραψε, στὸ 1824, ὁ Alphonse Rabbe— ἦταν ἕνα μεγάλο χριστιανικὸ κράτος ἢ ἔστω ὁ Καποδίστριας ποὺ ἦταν ἀκόμα ὁ πανίσχυρος ὑπουργὸς τοῦ αὐτοκρατορος τῆς Ρωσίας.

Ναί, ποτὲ στὴν παγκόσμια ἱστορία τόσο ἄσημοι ἄνδρες —ἁπλοὶ ἰδιῶτες— δὲν κατάφεραν κάτι τὸ τόσο σημαντικὸ ποὺ ἐγκαινίασε μιὰ νέα ἐποχὴ στὴν Εὐρώπη ὁλόκληρη. Μέσα σ' ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, οἱ «ἀπόστολοι» τῆς μυστικῆς ἑταιρείας καὶ τῆς ἀκόμα πιὸ μυστικῆς «ἀρχῆς» εἶχαν ὀργώσει τὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ τὰ Ἑπτάνησα, σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ὁλόκληρη τὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Χιλιάδες εἶχαν μυηθῆ, ὅταν, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1820, δέχθηκε μ' ἐνθουσιασμὸ ν' ἀναλάβη τὴν ἀρχηγία, μόνος καὶ ἀπόλυτος πιὰ ἀρχηγός, ὁ στρατηγὸς τοῦ Τσάρου Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ὁ Καποδίστριας ἤξερε καλὰ τὸ μυστικὸ —τὸ ἤξερε καὶ πρὶν τοῦ τὸ ἐμπιστευθῇ ὁ Ὑψηλάντης, γιατί τοῦ εἶχε μιλήσει ὁ Ξάνθος, καθὼς καὶ ὁ ἄγνωστός του δῆθεν συγγενὴς Γαλάτης — καί, ἂν καὶ εἶχε τὶς ἐπιφυλάξεις του, τὄθαψε μέσα του. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς τὰ εἶχε ὅλα μυριστῆ καὶ ἔπαιζε τὸ δικό του παιχνίδι. Μόνον ἡ «Ὑψηλὴ Πύλη» θεωροῦσε ἀστεῖα τὰ ὅσα καταγγέλλονταν, προπάντων ἂν τὰ μηνοῦσε ὁ Ἀλῆ πασᾶς, καί, ὅπως ὁ ἀπατημένος σύζυγος ποὺ ξυπνάει μόνον, ὅταν ξεσπάσῃ τὸ σκάνδαλο, πίστεψε τελευταία στὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ πίστεψε, ὅταν τὴν αἰσθάνθηκε ἐπάνω της νὰ καίη.

Ἔτσι ξαναθυμήθηκαν πάλι ὅλοι —ἢ μᾶλλον μετέφεραν ἀπὸ τὴν αἰώνια μνήμη τοῦ Γένους στὰ χείλη τους— τὸ ὄνομα «Ἑλλάς» προτοῦ ἐπαναστατήσουν. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ξαναθυμήθηκαν, δὲ μποροῦσαν παρὰ νὰ ἐπαναστατήσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία, ποιὸς ἄρχισε πρῶτος καὶ ποιὸς δεύτερος, σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ Μοριᾶ ἀκούσθηκε τὸ πρῶτο τουφέκι καὶ σὲ ποιὸ τὸ δεύτερο. Τὶς ἴδιες μέρες —στὶς 23 Μαρτίου— στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ Ἐλληνικοῦ, στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, φόρτωσε ὁ ἔξοχος Σερραῖος Ἐμμανουὴλ Παπᾶς ὅπλα καὶ πολεμοφόδια στὸ πλοῖο τοῦ Χατζῆ Βισβίζη καὶ τὰ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν περιλάλητη μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Ἐσφιγμένου. Σοφὰ φρόντισε ἡ παράδοση —ἡ λαϊκὴ καὶ ἡ λογὶα— νὰ συγχωνεύσῃ ὅλα τὰ ξεκινήματα σ' ἕνα συμβολικὸ μέγα ξεκίνημα καὶ νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὴν ἁγία ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἂν στηριχθοῦμε στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τοῦ ἐνδόξου Δημητσανίτη, τὰ πράγματα καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε «οἱ ἐν Πάτραις Τοῦρκοι, μαθόντες τὰ τοιαῦτα, ἔμβασαν εὐθὺς τὰς φαμίλιας των εἰς τὸ Κάστρον• εἴτα τῇ 21ῃ Μαρτίου ἐξῆλθον ἔνοπλοι εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς πόλεως καὶ περιεκύκλωσαν πρῶτον τὸ ὀσπίτιον τοῦ Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου» (τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ Ἕλληνος) , «ὅπου ὑπώπτευον, ὅτι εὑρίσκονται ἐναποτεθειμένα ἅρματα• ἀλλά, μὲ τὸ νὰ εὗρον κεκλεισμένας τὰς θύρας, ἄρχισαν τὸν πόλεμον ἔξωθεν, καὶ τοῦ ἐφόνευσαν εἰς τὸ παράθυρον ἕνα ἄνθρωπον• ὕστερα ἔβαλον πυρκαϊὰν εἰς τὰ πέριξ ὀσπίτια. Εἰς δὲ τὴν Μητρόπολιν δὲν ἐτόλμησαν νὰ πλησιάσουν, νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκοντο μέσα Ἕλληνες κεκρυμμένοι• ἐκτυποῦσαν ὅμως ἀπὸ τὸ Κάστρον μὲ τὰ κανόνια τόσον τὴν Μητρόπολιν, ὅσον καὶ ἄλλα ὀσπίτια• ἡ δὲ πυρκαϊὰ ἐκτανθεῖσα κατέκαυσεν ἱκανὰ ὀσπίτια• ὅτε τινὲς τῶν Ἑλλήνων ὁπλισθέντες ἐξῆλθον εἰς τοὺς δρόμους, οἱ δὲ Τοῦρκοι εὐθὺς ἐκλείσθησαν εἰς τὸ Κάστρον». Καὶ τότε, δυὸ - τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, «ἐμβῆκαν εἰς τὰς Πάτρας», μὲ πεντακόσους ὁπλισμένους ἄνδρες, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καὶ ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης —τοὺς εἶχε ἀπαλλάξει ἤδη ἀπὸ κάθε δισταγμὸ μέσα τους ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας, στὴ σύσκεψη τῆς Ἁγίας Λαύρας ποὺ ἔγινε στὶς 10 Μαρτίου— «καὶ εὐθὺς ἔγινε στενοτάτη πολιορκία τῶν Τουρκῶν εἰς τὸ φρούριον. Κατὰ δὲ τὰς πρώτας προσβολὰς ἐφονεύθησαν τινὲς τῶν ἐχθρῶν, ὅτε ἠρίστευσεν ὅ τε Παναγιώτης Καραντζᾶς» (ἕνας ἁπλὸς Πατρινὸς βιοτέχνης ποὺ ἀναδείχθηκε στρατιωτικὸς ἡγέτης) «καὶ ὁ Σταμάτης Κουμανιώτης, ὅστις ἐφονεύθη...». Καὶ οἱ Κεφαλλωνῖτες καὶ Ζακυνθινοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Πάτρα ἀγωνίσθησαν ἄριστα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φαρμακοποιὸ Νικόλαο Γερακάρη. Στὶς 20 ὡς τὶς 22 Μαρτίου εἶχαν, ἐπίσης, ξεσηκωθῆ κ' ἔδιωξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ ὁρισμένα τμήματα τῆς Γορτυνίας οἱ Πλαπουταῖοι καὶ οἱ Δεληγιανναῖοι (οἱ Παπαγιαννόπουλοι ἢ Παπαγιανναῖοι, ὅπως ὀνομάζονταν τότε) . Καὶ τὶς ἴδιες μέρες πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν γράφει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ἀρχηγοὺς τῆς τῶν Πατρῶν πολιορκίας... νὰ μὴν ἀναβάλουν τὸν καιρόν», ἐνῷ ὁ Ἰωάννης Κολοκοτρώνης —ὁ Γενναῖος, ὅπως τὸν μετονόμασε ὁ λαός, ὅταν, στὸ 1821, καπετάνιος σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν, ἔπιασε κοντὰ στὴν Τριπολιτσὰ καὶ πῆγε στὸν πατέρα του ἕναν «διακεκριμένον διὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν κακίαν του» ἀράπη — γράφει, ὅτι oἱ πρόκριτοι τῆς Μάνης πῆραν, στὶς 17 Μαρτίου, τὴν ἀπόφαση νὰ σηκώσουν τὰ ὅπλα. Πάντως, στὶς 23 Μαρτίου μπῆκαν στὴν Καλαμάτα οἱ πρῶτοι Μανιάτες καὶ ἀκολουθοῦσε, μὲ δυὸ χιλιάδες ἄνδρες, ὁ Πετρόμπεης, ὄχι πιὰ ὡς ἡγεμών τῆς Μάνης, ἀλλὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων»• καὶ εἶχαν ἑνωθῆ μὲ τοὺς Μανιάτες καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Κεφάλας καὶ πολλοὶ ἄλλοι. «Μαζὶ μὲ αὐτοὺς συνεβάδιζε κρατῶν μακρὰν ράβδον καὶ χωρὶς ὅπλον καὶ φέρων τὸ ἐρυθρὸν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσὰν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξὺ τῶν ἐνόπλων», ὅπως γράφει χαρακτηριστικώτατα ὁ Διονύσιος Κόκκινος. Καὶ ὁ Σπῦρος Μελᾶς —στὸ βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ», στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ἔργα ποὺ ἀφιέρωσε στοὺς ἥρωες τοῦ 21— γράφει, ὅτι ἡ μορφὴ τοῦ Κολοκοτρώνη «ἦταν χτυπητή, μὲ τὸ κράνος, τὴ φλογάτη στολὴ τοῦ ταγματάρχη, στὸ σύνταγμα τοῦ δοῦκα τῆς Ὑόρκης, τὴν ὄμορφη σέλα του, καλὰ σφιγμένη στὸ καμαρωτὸ ἄλογο ποὺ τοὔδωσι ὁ Μούρτζινος» (δηλαδή, ὁ Μανιάτης φίλος του Παναγιώτης Τρουπάκης) . Καὶ προσθέτει ὁ Σπῦρος Μελᾶς: «Τὰ ψαρὰ μαλλιά του ἔπεφταν κυματιστὰ στοὺς ὤμους, τὸ μάτι ἔλαμπε χαρούμενο κι ἀνυπόμονο, κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ φρύδι• ἀέρας ἀσφάλειας καὶ ἤρεμης ἐπιβολῆς φυσοῦσε ἀπ' ὅλη τὴ μορφὴ του».

Ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπως γράφει ὁ ὑπασπιστής του Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἢ Φωτάκος στὰ «Ἀπομνημονεύματα περὶ τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως», εἶχε περάσει μὲ «τρεῖς συντρόφους του εἰς τὴν Σκαρδαμούλαν τῆς Μάνης εἰς τὸν φίλον του Παναγιώτην Μούρτσινον», «τὴν 6 Ἰανουαρίου 1821». Ἔκεῖ δὲν ἔκαμε ἄλλο τίποτε παρὰ νὰ συμφιλιώνῃ καὶ νὰ ἐμπνέῃ τοὺς καπεταναίους τῆς Μάνης καὶ τῆς Μεσσηνίας. «Τέλος ἐσυνάχθηκαν καὶ ἐβγῆκαν εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὰς Καλάμας». Σὲ μιὰν ὑποσημείωση παρατηρεῖ ὁ Φωτάκος: «Τὴν αὐτὴν ἡμέραν» (ἂν στὶς 22 ἢ 23 Μαρτίου, αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία) «ἄρχισεν ἡ ἐπανάστασις εἰς τὰς Πάτρας καὶ μίαν ἡμέραν πρωτήτερα εἰς τὰ Καλάβρυτα. Παντοῦ λοιπὸν εἰς τὴν Πελοπόννησον ἔγινε συγχρόνως ἡ ἐπανάστασις. Ἀλλὰ περίεργον εἶναι» (κ' ἔχει δίκιο προβαίνοντας ὁ Φωτάκος στὴν παρατήρηση αὐτή) «πῶς ἐχώρεσεν εἰς τὸν νοῦν τοῦ κυρίου Τρικούπη» (τοῦ Σπυρίδωνος Τρικούπη, ποὺ εἶχε τέτοιο πεῖσμα, ὥστε καὶ στὴ δεύτερη ἔκδοση τῆς ἱστορίας του δὲ θέλησε νὰ προσέξῃ τὶς παρατηρήσεις ποὺ τοῦ ἔγιναν), «ὅτι αὐθημερὸν ὅσοι καπεταναῖοι ἦσαν εἰς τὴν Μάνην ἄκουσαν τὴν ἐπανάστασιν τῶν Πατρῶν καὶ ὲκινήθησαν. Τὰ αὐτὰ λέγει καὶ ὁ Π. Πατρῶν εἰς τὰ ἀπομνημονεύματά του... καὶ φαίνεται, ὅτι ἀπὸ ἐδῶ ὁ Ἱστορικός μας τὰ ἔλαβεν».

Σωστὸ εἶναι, λοιπόν, αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ συνετὸς Φωτάκος. Ὅλοι οἱ Πελοποννήσιοι ἐπαναστάτησαν μαζί. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἐπαναστατοῦσαν ὅλοι μαζί, ἂν δὲν τοὺς ἄναβε τὰ αἵματα καὶ τὰ πνεύματα ὁ ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαῖος, ὁ περίφημος Παπαφλέσσας. Ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη, εἶδε —ὅταν ἔφθασε, στὶς ἀρχὲς τοῦ 21, στὴν Πελοπόννησο— ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀλήθεια, καὶ γέμισε τὸν κόσμο ψέματα. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς λέει στὰ ἀπομνημονεύματά του ποὺ τἄγραψε στὸ διάστημα τοῦ ἀγῶνος (πέθανε στὸ Ναύπλιο στὸ 1826), ὅτι ὁ Παπαφλέσσας («Γρηγόριός τις, Δίκαῖος λεγόμενος») «ἄνθρωπος ἀπατεὼν καὶ ἐξωλέστατος περί μηδενός ἄλλου φροντίζων εἰμὴ τίνι τρόπῳ νὰ ἐρεθίσῃ τὴν ταραχήν τοῦ ἔθνους..., τοὺς ἐβεβαίωνε» (ἐβεβαίωνε τοὺς προκρίτους τῆς Πελοποννήσου πού συγκεντρώθηκαν, στὶς 17 Ἰανουαρίου τοῦ 21, στὴ Βοστίτσα, ὅπου παρευρέθηκε καί ὁ Παλαιῶν Πατρῶν) «ὅτι εἶναι τὰ πάντα ἕτοιμα, πλάττων μιλιούνια ἄπειρα κατατεθειμένα ἕνεκα τούτου εἰς διάφορα Ταμεῖα, ἐφόδια πολεμικά καί πυροβόλα ὄργανα ἀναρίθμητα, ἐναποκείμενα εἰς διαφόρους τόπους, δυνάμεις στρατιωτικῶς διωρισμένας ἀπό μέρους τῆς Ρωσίας πρὸς βοήθειαν τῶν Ἑλλήνων, πλοῖα πολλά καλῶς ὡπλισμένα καί ἐφοδιασμένα, καί ἄλλα τοιαῦτα παίγνια τῆς φαντασίας...». Φυσικά, ἀρκετοὶ τὸν κατάλαβαν, καί, ὅπως διηγεῖται ὁ Φωτάκος στὴ βιογραφία τοῦ Παπαφλέσσα, ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης παρατήρησε, στὴ σύσκεψη τῆς Βοστίτσας, ὅτι «ὅλα τὰ παρά τοῦ Δικαίου λεχθέντα εἶναι... σχεδόν μπιρπάντικα», καὶ ὁ Παλαιῶν Πατρῶν ἔφθασε ὥς τὸ σημεῖο νὰ παραφερθῇ καὶ νὰ τοῦ φωνάξῃ: «εἶσαι ἅρπαξ, ἀπατεών καὶ ἐξωλέστατος»! Τί νἄκανε, ὅμως, ὁ Παπαφλέσσας; Ἦταν ἀναγκασμένος νὰ λέῃ ψέματα. Κι ἀπὸ πολλοὺς ἔγινε πιστευτός, κ' ἐπαγίδευσε στὸ τέλος κ' ἐκείνους ἀκόμα πού, ὅπως ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης καὶ ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ἤξεραν, ὅτι ἔλεγε ψέματα. Ἡ καρδιά τους, στὸ βάθος, ἤθελε νὰ παγιδευθῇ. Μόνο στὸν Κολοκοτρώνη ποὺ μόλις ἔλαβε ἔγγραφη ἐντολὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη, ἔσπευσε, ὡς μυημένος Φιλικός, νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴ Ζάκυνθο καὶ νὰ φθάσῃ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 21, στὸν ἀγαπημένο του Μοριᾶ, μόνο σ' αὐτόν δὲν εἶπε κανένα ψέμα ὁ Παπαφλέσσας. Ἔγινε, μάλιστα, ὁ καπετὰν Θοδωράκης συνένοχος τοῦ Παπαφλέσσα στὰ ἅγια ψέματα, προπάντων στὰ λόγια ποὺ ἔλεγε ὁ ἀρχιμανδρίτης στὸν Πετρόμπεη, «ὑπισχνούμενος αὐτῷ ἐνόρκως πολλὰς ἐπισήμους ὠφελείας», ὅπως γράφει ὁ Φωτάκος. Ὁ Παπαφλέσσας, παρατηρεῖ ὁ Σπῦρος Μελᾶς, «τἄλεγε ὅλα στὸν Κολοκοτρώνη καὶ μαζὶ ἔσπρωχναν τὸ παιχνίδι».


«Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν,
ἐκδ. Ἀκαδημία Ἀθηνῶν,
Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.

1 σχόλιο:

  1. Πείσμα, αποκοτιά, έμπνευση και θαύμα. Τα χαρακτηριστικά της φυλής μας. Δεν μπορούν ξανά να λειτουργήσουν;

    ΑπάντησηΔιαγραφή