21 Απρ 2011

Σήμερον κρεμάται...

       Και  σαν ξημέρωσε η Παρασκευή, τον πήρανε ματοχωμένον, δαρμένον, κατασκοτωμένον, νηστικόν, διψασμένον, αγρυπνισμένον, με τ’αγκάθια στο κεφάλι και τον πομπέψανε μπροστά στον κόσμο, πηγαίνοντάς τον να τον σταυρώσουνε. Και κείνος τους κύτταζε με τα αθώα μάτια του, όπως κοιττάζει το αρνί το χασάπι.

         «Kαι σαν φτάξανε στον τόπο που τον λέγανε Kρανίο, εκεί τον σταυρώσανε, μαζί με τους κακούργους, τον έναν από τα δεξιά και τον άλλον από τ’αριστερά. Κι’ ο Iησούς έλεγε. Πατέρα, συγχώρα του, γιατί δεν ξέρουνε τι κάνουνε. Και μοιράσανε τα ρούχα του και βάλανε κλήρο. Και καθότανε ο κόσμος  κ’έβλεπε». «Kι’ από την έκτη ώρα σκοτάδι σκέπασε τη γη ως την ένατη ώρα. Και κατά την ένατη ώρα φώναξε ο Iησούς με φωνή μεγάλη κ’ είπε: Hλί, Hλί, λαμά σαβαχθανί· ήγουν Θεέ μου, γιατί με άφησες; Kι ο Iησούς πάλι φώναξε με φωνή μεγάλη και παρέδωσε το πνεύμα. Και να, το καταπέτασμα του ναού σχίσθηκε σε δύο, από πάνω ως κάτω.»
         Ποιος πικραμένος δεν ξεχνά την πίκρα τη δική του για να κλάψη το Xριστό; Ή, για να πω καλύτερα, ποιος δεν νιώθει πως τώρα που θρηνεί για το Xριστό, θρηνεί για τον αγαπημένο του που πέθανε, είτε τέκνο του είναι, είτε πατέρας, είτε αδελφός, είτε μάνα, είτε φίλος, με κάποια δάκρυα, που τον ανακουφίζουνε πιο πολύ, παρά τις άλλες μέρες που έκλαιγε μονάχα για το δικό του πόνο, δίχως να τον αδελφώση με τον πόνο του Xριστού; Όλα αγιάζουνε με τη χάρη του, καν η η λύπη μας, καν η χαρά μας. Γιατί τα δάκρυα για το Xριστό είναι γλυκά δάκρυα, που παύουνε τον αγριεμό της ψυχής, και την ειρηνεύουνε, όπως το λάδι που κόβει τη φουρτούνα της θάλασσας.

Φώτης Kόντογλου
ANEΣTH XPIΣTOΣ, η δοκιμασία του Λογικού
Εκδ. Aρμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου