9 Απρ 2011

Mια οθωμανική φυλακή στη Θεσσαλονίκη του 1839

O J.J. Best ήταν ένας Άγγλος πλοίαρχος που υπηρέτησε επί εξαετία υπό τον Άγγλο διοικητή της Kέρκυρας Sir Howard Douglas. Tο 1838 πραγματοποίησε δυο ταξίδια στην ευρύτερη περιοχή της Aλβανίας και της Mακεδονίας. Στα 1839 επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη. Το 1842 εξέδωσε το χρονικό των δύο αυτών ταξιδιών σε ένα βιβλίο. Παρακάτω δημοσιεύεται ένα απόσπασμα από την επίσκεψή του σε μια Oθωμανική φυλακή στη Θεσσαλονίκη το 1839.


«Λίγο καιρό πριν από την άφιξή μας στη Θεσσαλονίκη διαπράχθηκε ένα βάρβαρο έγκλημα. Μια γυναίκα, τα δυο παιδιά και η ανιψιά της, η οποία ήταν σύζυγος αξιωματικού του τουρκικού στρατού, βρέθηκαν δολοφονημένες στην κατοικία τους, σ’έναν μικρό δρόμο μέσα από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Δεν εντοπίστηκε κανένα ίχνος για τον ένοχο αυτού του αιματηρού έργου ούτε και δημιουργήθηκε υποψία για κανέναν. Ο καϊμακάμης ή ο πασάς θεώρησε ότι όλες οι έρευνες απέτυχαν και διέταξε να εξετασθούν όλα τα πρόσωπα που κατοικούσαν στο δρόμο όπου διαπράχθηκε το έγκλημα και αν ήταν απαραίτητο να βασανιστούν, με σκοπό να αποσπασθεί από αυτούς κάποια ομολογία, η οποία θα μπορούσε να διαφωτίσει το μυστήριο. Μερικοί άτυχοι άνθρωποι βασανίστηκαν, σύμφωνα με τη διαταγή, αλλά απελευθερώθηκαν, διότι φάνηκε κατά θετικό τρόπο ότι δεν υπήρχαν λόγοι να εγερθεί οποιαδήποτε υποψία εις βάρος τους.
  Μερικών η κράτηση συνεχίστηκε και μάθαμε ότι κάθε βράδυ γίνονταν εις βάρος τους ανήκουστες αγριότητες με σκοπό να αποσπαστούν οι ομολογίες τους. Aκούγοντας αυτά, ο λοχαγός  Spence και εγώ αποφασίσαμε να καταβάλουμε φιλότιμες προσπάθειες για να δούμε αυτοπροσώπως τους κρατουμένους και, αν ήταν δυνατόν, να επιβεβαιώσουμε ή να διαψεύσουμε την είδηση που είχαμε ακούσει.
  Μακάρι να μην είχα ποτέ προσπαθήσει να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. Ναι, ομολογώ εντίμως ότι η περιέργεια με ώθησε να ερευνήσω τα μυστικά μιας τουρκικής φυλακής. Θα είχα καλύτερη γνώμη για την ανθρώπινη φύση εν γένει και ειδικώς των Tούρκων, αν το τρομερό θέαμα, του οποίου υπήρξα μάρτυρας, χανόταν από τα μάτια μου. Mέχρι που το είδα, δεν πίστευα ότι υπήρχαν δαίμονες με ανθρώπινη μορφή, που ικανοποιούνται όταν υποφέρει κάποιος συνάνθρωπός τους και που στις καρδιές τους ουδέποτε έγινε δεκτό το αίσθημα της συμπόνιας.
         Ένα ασημένιο κλειδί ανοίγει κάθε κλειδαριά στην Tουρκία, όπως και σε άλλα μέρη του κόσμου. Έτσι, δεν δυσκολευτήκαμε να συμφωνήσουμε με τον τσαούση, δηλαδή τον λοχία, που υποσχέθηκε να βρει τρόπο να μπούμε στη φυλακή όπου κρατούνταν οι δυστυχείς αυτοί άνθρωποι. Φορέσαμε ρούχα που δεν τραβούσαν την προσοχή και φτάσαμε εκεί περίπου στις εννιά το πρωί. (...) Eκεί μας τράβηξε αμέσως την προσοχή η τρομερή σκελετωμένη εμφάνιση τριών ανδρών. Δεν μπορούσα να πιστέψω στην μαρτυρία των ίδιων μου των αισθήσεων. Νόμιζα ότι εξακολουθούσα να ονειρεύομαι. Ήταν τρεις άτυχοι Aλβανοί, σε όρθια στάση, αλυσοδεμένοι στις βέργες τριών παραθύρων με ένα πολύ βαρύ σιδερένιο περιλαίμιο ο καθένας – πλάτους περίπου τριών ιντσών – δεμένο γύρω από το λαιμό του και μία αλυσίδα τόσο κοντή, ώστε ο ατυχής κρατούμενος δεν μπορούσε να ξαπλώσει, να σκύψει, ή να αλλάξει θέση χωρίς να υποφέρει έντονα. Τα μέλη τους δεν είχαν δύναμη να κρατήσουν το βάρος των σωμάτων τους και κάθε στιγμή υποχωρούσαν, με συνέπεια να τεντώνεται η αλυσίδα και να τους σφίγγει το περιλαίμιο γύρω από το λαιμό τους, αναγκάζοντάς τους αμέσως να καταβάλουν έντονη προσπάθεια να ανακτήσουν την προηγούμενη στάση τους, η οποία ήταν βέβαια άκρως ενοχλητική, αλλά οπωσδήποτε πονούσε λιγότερο από το βαρύ κολάρο που έφιγγε δυνατά το λαιμό. Αλλά η συνεχής υποχώρηση των καταπονημένων άκρων τους τους ανάγκαζε συνεχώς να βιώνουν τον πόνο από το κολάρο. Σε αυτή την κατάσταση καταπόνησης και μαρτυρίου είχαν μείνει επί δώδεκα μέρες.
    Ασφαλώς, σκέφτηκα, οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να είχαν ομολογήσει κάποια συμμετοχή στο έγκλημα και ο λόγος του μαρτυρίου ήταν να τους αναγκάσουν να προβούν σε περαιτέρω ομολογίες, πριν τους επιβληθεί η θανατική ποινή. Αλίμονο όχι! Ο βασανισμός, τιμωρία αυστηρότερη κατά τη γνώμη μας από εκείνη που θα επέβαλε και το ειδεχθέστερο έγκλημα, επιβαλλόταν σε εκείνους τους δυστυχείς όχι επειδή υπήρχαν εναντίον τους έστω και οι ασθενέστερες υποψίες, αλλά επειδή συνέβη να έχουν την ατυχία να κατοικούν στον δρόμο όπου διεπράχθη το έγκλημα.
  Βαδίσαμε στον εξώστη και μπήκαμε σε μια αίθουσα, όπου ένας άνδρας – που βρισκόταν σε ακόμη πιο τρομερή, αν είναι δυνατόν, κατάσταση απίσχανσης και φαινόταν να πονά πολύ έντονα – ήταν αλυσοδεμένος από τους αστραγάλους σε ένα δοκάρι στο κέντρο. Ένα σχοινί ήταν δεμένο γύρω από τη μέση του και στήριζε το πάνω μέρος του σώματος του, εμποδίζοντάς το να λυγίσει προς τα εμπρός ή να πέσει στο πάτωμα, όπως ήταν επόμενο να συμβεί επειδή ήταν εξαιρετικά κουρασμένος και εξαντλημένος και δεν ήταν σε θέση να κρατηθεί όρθιος. Όταν το είδαμε εμείς, το σώμα κρατιόταν αποκλειστικά από το σχοινί. Η είσοδός μας τον αφύπνισε. Φαινόταν αναζωογονημένος από την παρουσία ξένων και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να κρατηθεί όρθιος και για να μας πει τη μελαγχολική ιστορία του. Μιλούσε με μεγάλη δυσκολία, αλλά και πάλι έδειξε σταθερότητα και αποφασιστικότητα.
      Του κάναμε πολλές ερωτήσεις μέσω του προξενικού δραγουμάνου που μας συνόδευε, διότι ο κρατούμενος μιλούσε μόνο την αλβανική γλώσσα. Ήταν παρόντες δυο χωροφύλακες, που φαίνονταν να είναι υπεύθυνοι για τον κρατούμενο και που θα ήταν ευτυχείς αν μπορούσαν να διαψεύσουν την ιστορία του. Ο άνθρωπος αυτός, που ονομαζόταν Aλή, ήταν δεμένος στη στάση αυτή επί δώδεκα μέρες. Κάθε νύχτα, μερικοί Eβραίοι, που είχαν προσληφθεί γι’αυτό το σκοπό, πήγαιναν και τον βασάνιζαν. Τα βασανιστήρια υπερέβαιναν ακόμα και την πιο τρομερή και επονείδιστη περιγραφή. Υπό την επίδραση των βασανιστηρίων και προκειμένου να σωθεί, όπως είπε, και από άλλους βασανισμούς, ομολόγησε ότι εκείνος είχε διαπράξει το επίμαχο έγκλημα, και ότι ο αξιωματικός, του οποίου η σύζυγος δολοφονήθηκε, ήταν συνεργός του. Είπε ότι δεν γνώριζε για το ζήτημα περισσότερα από όσα θα γνώριζε ένα αγέννητο παιδί, αλλά λόγω των βασανιστηρίων ένιωσε πως η ζωή του είχε καταντήσει τόσο ανυπόφορη, ώστε νόμιζε ότι με την ομολογία του θα έπειθε τους βασανιστές του να τον σκοτώσουν αμέσως και να θέσουν ένα τέρμα στη δυστυχή ύπαρξή του. Αλλά σε αυτό έπεσε έξω, διότι όταν διαπράχθηκε ο φόνος κλάπηκε κι ένα χρηματικό ποσό. Κι έτσι τον βασάνιζαν κι άλλο, για να τον αναγκάσουν να ομολογήσει τι έγιναν τα χρήματα. Αλλά αυτό, αφαλώς, δεν μπορούσε να το κάνει. Μπορούσε να ομολογήσει έναν φόνο που δεν είχε διαπράξει αλλά δεν μπορούσε να πει που ήταν κρυμμένα τα χρήματα τα οποία ουδέποτε είχε δει. Mας είπε, με τη μεγαλύτερη ηρεμία, ότι δεν γνώριζε απολύτως τίποτε για το ζήτημα και ότι ήλπιζε να θανατωθεί αμέσως.
  Έπειτα εξετάσαμε το λαιμό του, ο οποίος ήταν τυλιγμένος με επίδεσμο. Όταν ξετύλιγα τον επίδεσμο μπορούσα να φαντασθώ την κατάσταση, αλλά αδυνατώ να την περιγράψω. Οι βασανιστές του, είχαν κάψει και δέσει γύρω από το λαιμό του ένα μεγάλο σιδερένιο περιλαίμιο. Όταν κρύωσε, το αφαίρεσαν. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ. Mας έδειξε το στήθος του, που έφερε ανάλογα σημάδια από κάψιμο, τα οποία – όπως καταλάβαμε – προκλήθηκαν, όταν τον ανάγκασαν να ξαπλώσει ανάσκελα και άναψαν πάνω στο στήθος τους φωτιά με κάρβουνα. Το ένα πόδι του είχε υποστεί τρομερά εγκαύματα και είχε πρηστεί φοβερά. Εκτός από τις βαρβαρότητες αυτές, που διαπράττονταν επάνω του κάθε νύχτα, οι βασανιστές συνήθιζαν να πιέζουν τους κροτάφους του με ένα κοχλία και να κεντρίζουν τα πιο ευαίσθητα σημεία του σώματός του με ερυθροπυρωμένες βελόνες. Πολύ λογικά ο Aλή μας είπε ότι το μόνο που επιζητούσε ήταν να πεθάνει, διότι το σώμα του είχε ακρωτηριαστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε δεν μπορούσε πια να ζήσει και μας ικέτεψε να τον απαλλάξουμε από τη δυστυχή του ύπαρξη.»(...)

Best
Excursions in Albania, 201-208, 209-210, 213-220
H Θεσσαλονίκη των Περιηγητών, 1430-1930
Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών
Eκδ. Mίλητος
        
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου