15 Μαΐ 2011

"Η απελπισμένη φτώχεια..." και το γκρέμισμα της κοινωνικής συνοχής

Μα σ’ αυτήν τη συνοικία του Σταθμού της Πελοποννήσου, ο Θεός, το Κράτος και ο Δήμος  συνωμότησαν, θαρρείς, για να μην αφήσουν καμμιά παρηγοριά στις ψυχές των ανθρώπων.
Εδώ όλα είναι γκρίζα και ανέκφραστα. Η φύση απουσιάζει και την αντικατασταίνουνε μερικές μαύρες καμινάδες εργοστασίων, που ξεπροβάλλουν δώθε – κείθε ανάμεσα από τα ντουβάρια. Δεν βλέπεις σχεδόν πουθενά έναν κήπο, λίγη πρασινάδα, να ανοίξει η καρδιά σου παρά μονάχα πλήθος βρώμικα σπιτάκια, ισόγεια ή μονόπατα, κακομοιριασμένα, ελεεινά, τόσο όμορφα, που δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις το ένα από τ’ άλλο. Μερικά νεόχτιστα, που θέλουν να κάνουν τα μοντέρνα, ντρέπονται, θαρρείς, για τη μεγάλη δυσαρμονία που προκαλεί η παρουσία τους. Κ’ η δήθεν κομψότητά τους προδίδει τόση μιζέρια της ψυχής και των υλικών μέσων, που σε θλίβουνε ακόμη περισσότερο κι από τις τρώγλες – γιατί  οι τρώγλες τέλος – πάντων το έχουνε πάρει απόφαση και δε γελούνε τον εαυτό τους. Οι δρόμοι είναι πρωτόγονοι και άστρωτοι. Το χειμώνα όλη η συνοικία είναι ένα απέραντο βάλτο από βούρκο. Δεν μπορείς να περάσεις από πουθενά, χωρίς να λασπωθείς ως το γόνατο. Το καλοκαίρι η σκόνη τα σκεπάζει όλα σαν ομίχλη, δίνει το χρώμα της σε κάθε πράμα, ακόμα και στους ανθρώπους. Η καπνιά των τραίνων και των εργοστασίων καταντά δευτερώτερο ζήτημα. Οι άνθρωποι, που κατοικούν μέσα σ’ αυτή την εγκαταλειμένη γη, μοιάζουνε σα να μη γελούνε ποτέ. Τα λόγια τους είναι λιγοστά και μετρημένα, ακριβώς ό,τι χρειάζεται για την πιο στοιχειώδη συνεννόηση. Τα πρόσωπά τους κρεμασμένα, ρουφηγμένα, χωρίς καμμιά θέληση. Βαρέθηκαν από καιρό κάθε είδος ζωή, μα έπαψαν και να το συλλογίζονται και ζούνε μηχανικά, στο έλεος της τύχης. Ο έρωτας, κι’ αυτός, υποθέτει κανείς, θα γίνεται μηχανικά κι’ ασυνείδητα, γιατί δεν τον βλέπεις πουθενά μήτε τον ακούς. Η μόνη ψυχαγωγία είναι το πέρασμα του τραίνου, που χωρίζει τη συνοικία από την υπόλοιπη Αθήνα, σαν ένα ακατάσχετο ποτάμι από ατσάλι και φωτιά. (…) Έχεις το αίσθημα πως η Ευρώπη, η Πελοπόννησος, η Αθήνα είναι εξίσου μακρινές και άφταστες χώρες, στην άλλη άκρη του κόσμου. Κάτι σε δένει εκεί πέρα, κάτι που σου σφίγγει την καρδιά και παραλύει μέσα σου κάθε όρεξη για κίνηση και για δράση. Η θλιβερή συνοικία σε σκεπάζει με το βαρύ μαρασμό της, σε αποσπά από τον έξω κόσμο, σε αφομοιώνει σιγά – σιγά. Νιώθεις, για μια στιγμή, αδύνατη κάθε φυγή, μάταιη κάθε προσπάθεια, σαν ένας ναυαγός σ’ ένα ερημικό νησί.
Η οδός Καλτεζών, πρώην Κουτουτζή, είναι από τις πιο στενές και πιο φτωχικές της συνοικίας αυτής, μα μερικές ακακίες, που βρέθηκαν εκεί κατατύχη, της δίνουν κάποια γραφικότητα. Τα σπιτάκια της είναι ισόγεια, ψευτοχτισμένα, ετοιμόρροπα, σαν προσωρινές κατοικίες νομάδων. Ένα σιδεράδικο στη γωνία Καλτεζών και Λένορμαν θορυβεί όλη τη μέρα. Τα βρώμικα νερά, που χύνουν οι νοικοκυρές στο δρόμο, σχηματίζουνε δώθε – κείθε μικρά μόνιμα τέλματα. Ο σκουπιδιάρης δεν περνά ποτέ. (…) Μια ξυνή και δυνατή μυρωδιά κυριαρχούσε πάντα εκεί – μέσα, σαν αναθύμιαση σκουπιδάμαξας, αποχωρητηρίου και τσαγγού λαδιού. Ωστόσο η ανθρωπότητα πορευότανε μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, μοχθούσε, συζητούσε τα τρεχάμενα προβλήματά της, εκτελούσε κανονικά την πράξη του έρωτα. Τα παιδιά έπαιζαν μες στην αμεριμνησία της απελπισμένης φτώχειας, που δεν περιμένει πια τίποτα από πουθενά ούτε και φαντάζεται πώς μπορούσαν τα πράματα να είταν διαφορετικά. (…)
Ο Δαμιανός κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια τις όμορφες βίλες των προαστίων με τους αγύριστους κήπους, τα αρχοντικά αυτοκίνητα και τους σοφέρηδες με στολή, τις λαμπρές γυναίκες με τα βαριά γουναρικά, τους ψυχρούς κυρίους με το ντύσιμο της νύχτας, τα μεγάλα και φεγγοβόλα ξενοδοχεία και τα κομψά ντάνσιν, όπου χόρευαν οι ανώτεροί του, ενώ η φτωχολογιά τουρτούριζε στο πεζοδρόμιο, κοιτάζοντας το έμπα – έβγα με ύφος αποβλακωμένο και περιμένοντας καρτερικά την ώρα που θα της ρίξουν κι’ αυτηνής κανένα κόκκαλο… Κοίταζε και του φαινότανε αυτοί οι άνθρωποι της καλοπέρασης σαν κάτοικοι ενός άλλου πλανήτη, ολότελα ξένοι προς τη δική του πραγματικότητα και προς τους δικούς του ανθρώπους. Ένιωθε πως καμμιά επαφή, καμμιά συνεννόηση δεν είταν δυνατή μαζί τους. Δεν είταν μονάχα η διαφορά του ντυσίματος και των ηθών και των τρόπων. Του φαινότανε σα να υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εκείνον κάποιο ασυμβίβαστο στην ψυχοσύνθεση, στην αντίληψη της ζωής και των ανθρωπίνων αξιών κ’ ίσως – ίσως και στη φυσιολογία ακόμα – σα να ανήκανε σε διαφορετικές ζωικές συνομοταξίες.

Γιώργος Θεοτοκάς
ΑΡΓΩ
Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου