10 Σεπ 2011

Tο Bάρος της Παιδείας, του E.Π.Παπανούτσου

Σκεφτήκατε ποτέ με πόση ταχύτητα μεγαλώνει και πόσο ασήκωτο κινδυνεύει να γίνει το βάρος της παιδείας για ένα νέο άνθρωπο που θέλει να αφομοιώσει τα πνευματικά αγαθά του πολιτισμού μας, για να σταθεί επιτέλους στα δικά του πόδια και να διεκδικήσει μια θέση μέσα στη ζωή; Σήμερα αυτή η αναπόφευκτη διαδικασία για όσους νέους επιθυμούν να σπουδάσουν μιαν επιστήμη ή να μυηθούν στο λαβύρινθο της τεχνικής, απαιτεί και χρόνο μακρό και μόχθους που δεν περιγράφονται. Άλλοτε έφταναν π.χ. τα εφτά χρόνια για την εγκύκλια παιδεία. Αργότερα τα χρόνια αυτά έγιναν 9, έπειτα 11. Σήμερα έχουμε 12, όμως όλοι αναγνωρίζουμε ότι είναι ανεπαρκή και ζητούμε να αυξηθούν σε 13. Δεκατρία χρόνια κι ακόμη δεν έχει αρχίσει η θητεία των πανεπιστημιακών σπουδών. Η ίδια εξαπλωτική τάση παρατηρείται και σ’ αυτές. Από 3 έγιναν 4 τα χρόνια τους, έπειτα 5 και για μερικές επιστήμες χρειάζονται 6 και 7. Κάνετε τώρα την άθροιση: 13 οι εγκύκλιες σπουδές και 7 οι πανεπιστημιακές μάς δίνουν ούτε λίγο ούτε πολύ 20 χρόνια μαθητείας. Τα αρχίζουμε στο έβδομο έτος της ηλικίας μας και τα τελειώνουμε, όταν πλησιάζουμε πια τα τριάντα, κατάκοποι από το φόρτο εργασίας, με τα πρώτα κιόλας μηνύματα των γερατιών στους παραζεσταμένους κροτάφους μας.

Και αυτό συμβαίνει με τους ευνοϊκότερους όρους. Γιατί αν ατυχήσουμε μια-δυο φορές στις εξετάσεις ή αν παρεβληθούν (όπως κατά κανόνα στην Eλλάδα παρεμβάλλονται) στρατιωτικές θητείες και επιστρατεύσεις, πολύ συχνά παρατηρείται και τούτο: έχουμε προ πολλού κλείσει τα τριάντα, και ακόμη δεν αξιωθήκαμε να δούμε το πτυχίο και την άδεια επαγγέλματος. Πριν δηλ. καλά-καλά μπούμε στο στίβο της ζωής, πριν πατήσουμε τη γραμμή της αφετηρίας, για να αποδυθούμε στο σκληρό αγώνα της, είμαστε καταπονημένοι, μαραμένοι κι έχουμε πια οριστικά πίσω μας την πρώτη νεότητα με την αλκή και την αισιοδοξία της που είναι της επιτυχίας οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Είναι και αυτή μια από τις φοβερές αντινομίες του προχωρημένου στην εξέλιξη πολιτισμού μας. Έχει σωριάσει (και κάθε μέρα αποθησαυρίζει με φοβερή ταχύτητα) τόσα πνευματικά αγαθά, πραγματοποιεί και στο θεωρητικό κεφάλαιο και στον τομέα των τεχνικών εφαρμογών τόσες κατακτήσεις, ώστε είναι πολύ φυσικό το βάρος της παιδείας να μεγαλώνει κάθε μέρα σε καταπληκτικό βαθμό. Οι νέοι που έρχονται αναγκάζονται θέλοντας και μη να αποδεντούν μια κληρονομιά που πάει να γίνει ασήκωτη και απειλεί να συνθλίψει τους τρυφερούς ώμους τους. Άλλοι καιροί και πολιτισμοί ήταν απ’ αυτή την άποψη λιγότερο απαιτητικοί, λιγότερο ανυπόφοροι από το δικό μας.
Ας μην πάμε πολύ μακριά. Τι γινόταν π.χ. στη Pώμη των κλασικών ζρόνων; Eίχαν κι αυτές έναν ανεπτυγμένο πολιτισμό. Δεν ήταν καθόλου πρωτόγονες κοινωνίες. Και όμως οι νέοι της εποχής δεν βασανίζονταν ούτε υποχρεώνονταν να διαθέσουν τις δυο καλύτερες δεκαετίες της ζωής τους για να αφομοιώσουν τ’ αγαθά της παιδείας. Η σχολική τους αγωγή μπορούσε να γίνει μέσα σε πολύ λίγα χρόνια και με ελάχιστα κείμενα. Όσοι πάλι ήθελαν να μυηθούν στη σοφία του λαού και του καιρού τους, έφτανε να αναστραφούν για λίγο μερικούς ανθρώπους περιωπής, για να είναι κιόλας έτοιμοι να σταθούν στα πόδια τους και ν’ αρχίσουν με τις δικές τους δυνάμεις την προσωπική τους σταδιοδρομία. Ίσως μάλιστα η δροσιά και η χάρη, η δύναμη και το κομψό ύφος που έχει η πνευματική δημιουργία των χρόνων εκείνων, να οφείλεται στο γεγονός ότι έμπαιναν στον στίβο της σκέψης και της ζωής οι άνθρωποι πολύ νέοι, ρωμαλαίοι και ακούραστοι. Ενώ εμείς μπαίνουμε πρόωρα γερασμένοι, τσακισμένοι από το βάρος μιας παιδείας που φθείρει τις δημιουργικές μας δυνάμεις πριν καλά-καλά χρησιμοποιηθούν.
Βέβαια τότε ο κόσμος δεν τόσο «παλαιός» όσο είναι σήμερα. Δεν είχε πίσω του τόσους τόμους «ιστορίας» όσους έχει ο δικός μας. Αλλ’ αυτή ίσα-ίσα είναι η τραγωδία της παιδείας μας. Η μεγάλη ηλικία του πολιτισμού μας από το ένα μέρος, και από το άλλο μέρος η συμμετοχή μεγάλων μαζών στην προώθηση των θεωρητικών ερευνών και στην ανάπτυξη των τεχνικών εφαρμογών έδωσαν και δίνουν κάθε μέρα τόσην έκταση και τόσο βάρος στο περιεχόμενό τους που δεν μπορούν πια εύκολα να το σηκώσουν στους οι ώμοι μας.
Το πρόβλημα τούτο έχει και μια άλλη όψη εξίσου σημαντική. Η επιμονή στη μαθητεία κάνει μαρτυρικά τα νιάτα του ανθρώπου. Δεν τον αφήνει να χαρεί την ευτυχία στα χρόνια που άπλερη ακόμη ψυχή του δεν ζητεί πολλά και δύσκολα πράγματα, αλλά λίγα μόνο της αρκούν για να αδράξει και να γευτεί τούτο το σπάνιο αγαθό. Από την πίεση των πραγμάτων οι νέοι μας έχουν αναγκαστεί να συνθηκολογήσουν με τη μοίρα τους. Πιστεύουν ότι πρέπει να θυσιάσουν τα χρόνια της χρυσής νεότητας στις στερήσεις και στο μόχθο, για ν’ απολαύσουν τη χαρά της ασφαλισμένης ζωής κατά την περίοδο της ωρημότητας. Αναβάλλουν λοιπόν γι’ αργότερα τη διεκδίκηση των απαιτήσεών τους.
Αλλά έπειτα είναι πολύ αργά. Η βιοπάλη γίνεται σκληρή. Οι υποχρώσεις πολλαπλασιάζονται. Κουράζονται τα νεύρα. Οι δυνάμεις λιγοστεύουν. Και πριν καλά-καλά το πάρουν είδηση οι άνθρωποι, έχουν μπει κιόλας στο περιθώριο. Μόνη διέξοδος απομένει η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου - και το όνειρο. Επιτρέπεται όμως με τόσο ελαφρή καρδιά να αναστρέφουμε το φυσικό ρυθμό της ζωής; Kαι δεν θα έπρεπε να τεθεί κάποτε αυτό το ζήτημα σοβαρότερα;
Θυμούμαι τα λόγια που μου είπε, πριν από κάμποσα χρόνια, ένας φημισμένος ευρωπαϊκός παιδαγωγός. Είχα επισκεφτεί το σχολείο που είχε οργανώσει σ’ ένα μαγευτικό εξοχικό χώρα της κεντρικής Eυρώπης, μακριά από τις πόλεις. Το σχολείο ήταν μια μικρή πολιτεία, όπου οι έφηβοι ζούσαν μια πραγματική παραδεισιακή ζωή. Τη σπουδή και τη μελέτη (στα μέτρα της ηλικίας τους κομμένη) την εποίκιλλαν μουσικές συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, αθλοπαιδειές, εκδρομές. Η ευθυμία και η χαρά ήταν οι θεές αυτής της παιδικής κοινότητας. Όταν ετοιμαζόμουν να φύγω, ο διευθυντής ζήτησε να μάθει τις εντυπώσεις μου. Του μίλησα με θαυμασμό για το έργο του, αλλά διατύπωσα και τις επιφυλάξεις μου, τις απορίες μου. Πώς θα μπορέσουν τάχα αυτά τα ευτυχισμένα παιδιά, όταν βγουν από το σχολείο και ριχτούν στη ζωή, να προσαρμοστούν σε μια πραγματικότητα τόσο αντίθετη μ’ εκείνη που έχουν ως τώρα γνωρίσει; H μετάπτωση δεν είναι δεινή και δεν θα κάνουμε αυτά τα παιδιά μεθαύριο δυστυχισμένα, όταν ξυπνήσουν από το εξαίσιο τούτο όνειρο και αντικρίσουν απότομα τη ζωή με τις φοβερές ασχήμιες της; Tι ωφελεί μια παιδεία που κλείνει τους νέους σ’ ένα μαγικό νησί για χρόνια, αφού έπειτα θα διαπεραιωθούν στην κολασμένη μας ήπειρο;
Ο παιδαγωγός με κοίταξε με τα μεγάλα και βαθιά γαλάζια μάτια του και αποκρίθηκε ήρεμα: «Πρέπει λοιπόν, επειδή μεθαύριο θα είναι τόσο σκληρή και μαύρη η ζωή αυτών των νέων, να τους στερήσουμε από τώρα τις χαρές της; Kαι δεν είναι σκοπός του σχολείου να κάνει ευτυχισμένα τα παιδιά, τουλάχιστο μέσα στα λίγα χρόνια που τα έχει κοντά του; Δέκα χρόνια ευτυχίας δεν μπορούν να ισοσταθμίσουν τα βάσανα και τις έγνοιες μιας μακράς ζωής;»
Ο αναγνώστης αυτής της σελίδας θα περιμένει πολύ φυσικά το επιμύθιο. Η πρόοδος του πνευματικού και του τεχνικού πολιτισμού έχει κάνει επαχθή την παιδεία των νέων μας. Βασανίζονται κατά τα μακρά χρόνια της μαθητείας, μπαίνουν καταπονημένοι στη ζωή, και το χειρότερο: δεν γεύονται τη μικρή ανθρώπινη ευτυχία τότε που είναι ακόμη προσιτή και ευκολοαπόκτητη. Πολύ ωραία. Λοιπόν τι συμβουλέυετε; θα με ρωτήσει.
Μα δεν πρόκειται να δώσω καμιά συμβουλή. Μερικές διαπιστώσεις είχα την πρόθεση να κάνω. Τίποτα περισσότερο. Άσκοπο δεν είναι να ρίχνουμε πότε-πότε το βλέμμα μας εταστικά τριγύρω και να λέμε με παρρησία εκείνο που παρατηρούμε. Αν όμως πρέπει έπειτα από τις διαπιστώσεις των γεγονότων να προβαίνουμε και σε παραινέσεις για τη διόρθωση των κακώς κειμένων, δεν θα δυσκολευόμουνα να διατυπώσω μερικά αιτήματα με μορφή προτροπής. Θα έλεγα λ.χ. ότι είναι ανάγκη να ελαφρώσουμε την παιδειά μας από το μεγάλο βάρος της, όσο τούτο είναι κατορθωτό. Να λεπτύνουμε όσο παίρνει το παχύ στρώμα του «ιστορισμού» που την κατακαλύπτει και να την κάνουμε αδρότερη και ουσιαστικότερη. Να την κατευθύνουμε λιγότερο προς την εκμάθηση των γνωστών και περισσότερο μπρος την αναζήτηση των νέου.
Προπάντων όμως θα έλεγα να μη «μνησικακούμε», όταν κηδεμονεύουμε νέους ανθρώπους. Να αναγνωρίζουμε ότι έχουν περισσότερα από εμάς δικαιώματα να χαρούν τη ζωή τώρα που μπορούν ακόμα να τη βρίσκουν φιλική και ευχάριστη. Στους δεινούς καιρούς που περνούμε, οι νέοι τα πληρώνουν όλα. Πληρώνουν δηλαδή τα ανομήματα και τις μωρίες των γεροντότερων. Είμαστε οι χρώστες τους. Ας μη γινόμαστε λοιπόν και βασανιστές τους. 
19/3/1949
E.Π. Παπανούτσος
EΦHMEPA
Δοκίμια
Εκδ. Nόηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου