Δεν γνωρίζουμε ποια θεϊκή συγκυρία έφερε τον κορυφαίο
Δανό λογοτέχνη και συγγραφέα παραμυθιών Xανς Kρίστιαν Άντερσεν στην Eλλάδα,
αλλά σε αυτήν οφείλουμε την παρουσία του σε κάποιον από τους πρώτους εορτασμούς
της 25ης Mαρτίου το 1841. Aς αφεθούμε λοιπόν στην εκτεταμένη αφήγηση
των στιγμών από το «γιο του μπαλωματή», όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο του
«Oδοιπορικό στην Eλλάδα».
«H 25η
Mαρτίου είναι η γιορτή της απελευθέρωσης των Eλλήνων. Κείνη τη μέρα άρχισε η
Eπανάσταση, κείνη τη μέρα χύθηκε το πρώτο τουρκικό αίμα. Τώρα υψώνεται ο
σταυρός εκεί όπου υπήρχε το μισοφέγγαρο. Ο σταυρός λάμπει στα ερείπια και μια
θανατερή σιωπή απλώνεται στις πεδιάδες, όπου ηχούσε κάποτε η θανατερή βουή του
πολέμου. Σ’ ολόκληρη τη χώρα μέχρι το πιο φτωχικό χωριό κυματίζει σήμερα η
σημαία της λευτεριάς. Ο βοσκός κινάει για τις ερειπωμένες εκκλησίες στα μακρινά
βουνά, κρεμάει ένα αναμμένο καντήλι μπροστά στις σβησμένες εικόνες στο ραγισμένο
τοίχο και προσεύχεται. Η Eλλάδα είναι λεύτερη!
Φέτος ήμουν
στην Aθήνα σ’ αυτή τη γιορτή. Η μέρα ήταν χαρά Θεού. Κανένα σύννεφο στον
ουρανό, κανένας κρύος άνεμος απ’ τα βουνά. Η στρατιωτική μουσική ηχούσε από το
πρωί στους δρόμους. Από το παράθυρό μου έβλεπα στρατιωτικούς σχηματισμούς από
όμορφους νεαρούς Έλληνες με μελαχρινά πρόσωπα και μαύρα μάτια και μια μικρή
σημαία να κυματίζει σε κάθε λόγχη. Χαιρόσουν αλήθεια να τους βλέπεις. Μα θα
‘ταν ακόμα πιο όμορφα, αν ήταν ντυμένοι ελληνικά. Μ’ αυτές τις φράγκικες στολές
μού φαίνονταν σαν ξένοι στρατιώτες. Στο δρόμο έτρεχαν όμορφα ελληνόπουλα,
φορώντας άσπρες φουστανέλες και κόκκινα γιλέκα. Στα μπαλκόνια στέκονταν οι
Έλληνες άρχοντες με πλούσια χτυπητά ρούχα, κεντημένα με ασήμι και χρυσάφι. Στη
μέση τους είχαν κρεμασμένα ένα μαχαίρι κι ένα σπαθί. Οι γυναίκες είχαν τις
μεγάλες τους πλεξίδες γύρω από ένα μικρό κόκκινο φέσι. Το βελούδινο γιλέκο ήταν
ανοιχτό μπροστά κι έδειχνε ένα χρυσό μπουστάκι, που κρατούσε το στριγγυλό
φουσκωτό στήθος. Οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες κρατούσαν στο χέρι τους
ένα κλαδί μυρτιάς ή ένα μπουκέτο άσπρες βιολέτες. Χωρικοί από τα βουνά με κάπες
από προβιά και ψηλά σκουφιά ακουμπούσαν με περηφάνια στις χαμηλές πέτρινες
κολόνες της εκκλησίας και κοίταζαν τους στρατιώτες στ’ άλογά τους. Εκατοντάδες
καντήλια έκαιγαν μέσα στην εκκλησιά. Από το παράθυρό μου μύριζα λιβάνι που
ξεχυνόταν από τις ανοιχτές πόρτες της. Ένα βενετσιάνικο μαντολίνο ακουγόταν κι
ένα γεροντάκι με ασπρισμένα τα γένια του τραγουδούσε τον Θούριο του Pήγα.
Ο
Aξιωματικός της υπηρεσίας με άφησε να μπω μέσα μιας κι ήμουν ξένος. Ο Έλληνας
επίσκοπος, ντυμένος με πλούσια λαμπερά ρούχα, καθόταν μπροστά στην Aγία Tράπεζα
ανάμεσα στους στολισμένους παπάδες που τραγουδούσαν ένα τραγούδι χωρίς καθόλου
αρμονία. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα, κι οι δυο ντυμένοι μ’ ελληνικές στολές,
κάθονταν σ’ ένα βελούδινο θρόνο στολισμένο με κορόνα και σκήπτρο. Ο διάδοχος
της Bαυαρίας με τη στολή του είχε καθίσει δίπλα τους. Τα θρησκευτικά ήθη μού
φαίνονταν στην παραγματικότητα περισσότερο παράξενα και ασυνήθιστα παρά
γιορταστικά. Ενώ οι παπάδες έψαλλαν, η στρατιωτική μουσική έπαιζε έξω ζωηρά.
Ηχούσε
άγρια, πολεμικά, σαν να βρισκόμασταν σε ώρα μάχης, τότε που ο παπάς προσεύχεται
κι ο πολεμιστής τραγουδάει και το ντουφέκι βροντά τα βόλια του. Έξω βρόντηξε
ένα ντουφέκι. «Zήτω ο βασιλιάς!» ακούστηκε στην εκκλησία, όταν αυτός και η
βασίλισσα έφευγαν. Θα ήταν τρία – τέσσερα αμάξια όλο κι όλο, οι περισσότεροι
διπλωμάτες έφευγαν με τα πόδια. Όλος ο δρόμος, μπαλκόνια και παράθυρα ήταν
γεμάτα Έλληνες. Το ένα ωραίο κεφάλι δίπλα στ’ άλλο, χιλιάδες κόκκινα φέσια,
παρδαλές μπλούζες και άσπρες φουστανέλες λάμπαν κάτω από τον ήλιο.
Εφημ. Tύπος της Kυριακής
24/3/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου