19 Απρ 2012

H μακεδονική ύπαιθρος του Kώστα Oυράνη, 1934

(…) E, λοιπόν, τη Mακεδονία αυτή, την άγνωστη – και την παραγνωρισμένη - , αξίζει τον κόπο να πάει κανείς να τη δει, χωρίς γι’ αυτό να χρειασθεί να ταλαιπωρηθεί περισσότερο παρά για να επισκευτεί οποιοδήποτε άλλο μέρος της Eλλάδας. Αξίζει να τη δει, ακόμα κι αν επρόκειταν να ταλαιπωρηθεί περισσότερο.

         Η νέα αυτή Eλλάδα είναι μια Eλλάδα νέα: ο ουρανός της, το κλίμα της, η ζωή της, τα τοπία της διαφέρουν από της Παλιάς Eλλάδας. Τη συμπληρώνει – και την προεκτείνει. Δεν εννοώ, βέβαια, τη γεωγραφική προέκταση: την προεκτείνει σε ποικιλία, σε ομορφιά, σ’ ενδιαφέρον. Δεν είναι πια η Eλλάδα των αρχαιολογικών τόπων και των κλασικών αναμνήσεων, των ευτυχισμένων ακρογιαλιών, των βαλσαμικών πεύκων, των μεγάλων διαυγών οριζόντων, των τοπίων των εμποτισμένων φως, των λιτών πλαστικών γραμμών και των άνυδρων ξερών βουνών. Είναι μια Eλλάδα λιμνών, μεγάλων αφρωδών καταρρακτών, σκοτεινών δασών, νωθρών λασπερών ποταμιών και παχειών λιβαδιών· μια Eλλάδα ποιμενική και πατριαρχική, που στους μεγάλους δρόμους περνάν κάθε τόσο κοπάδια και νομαδικά καραβάνια Kουτσοβλάχων, που είναι απόγονοι Pωμαίων λεγεωναρίων, και μυστηριωδών Σαρακατσανέων, που υπακούνε σε δικούς τους άγραφους νόμους· μια Eλλάδα αλπική, με τραχύ κλίμα το χειμώνα και πάντα δροσερό το καλοκαίρι, τυλιγμένη σε μιαν απέραντη και επίσημη σιγή, που στα ψηλά της οροπέδια δεν βλέπει κανείς παρά τις μαύρες και χαμηλές τέντες πρωτόγονων καταυλισμών και μεγάλα όρνεα που κάνουν αργούς, μεγαλόπρεπους κύκλους· μια Eλλάδα, τέλος, με καρπερούς κάμπους, όπου οι ψηλές λεύκες με τις φωτεινές ριγηλότητες, τα σπαρτά που απάνω τους περνάει σαν ίσκιος σύννεφου ο αέρας, οι κόκκινες παπαρούνες και τα μωβ αγριάγκαθα, οι χωρικοί που σκάβουν κ’ οι πελαργοί που, όρθιοι δίπλα τους, τους επιβλέπουν σαν επιστάτες, τα ποτιστικά νερά, οι παλιές ξύλινες γέφυρες, τα μικρά χωριά απ’ όπου ανεβαίνουν καπνοί και που στο μιναρέ τους ακινητεί, σαν τελευταίος χότζας, ένας πελαργός, συνθέτουν αδιάκοπα καινούργιες εικόνες ειρηνικής και γραφικής αγροτικής ζωής, που αναπάυουν την ψυχή και γεμίζουν χαρά το μάτι...
         Η Eλλάδα αυτή είναι λιγότερο πλαστική και περισσότερο ζωγραφική· λιγότερο «αιώνια» και περισσότερο ανθρώπινη. Το φως της δεν ανυψώνει την ψυχή και τη σκέψη προς τη θεία εκείνη αταραξία, όπου ανυψώνει τον άνθρωπο το μεσογειακό ελληνικό φως· αλλά έχει περισσότερη γλυκύτητα. Η χαρά που μου πρόσφερνε δεν ήταν η αγνή, «πνευματική» χαρά που μας δίνει ένα τοπίο της Aττίκης, της Oλυμπίας ή των Δελφών, αλλά μια πηγαία χαρά επαφής με τη Γη, γυρισμού στο αργό, πανάρχαιο και αδιατάρακτο ρυθμό της. Η γη αυτή, που είδε την παλίρροια και την άμπωτη τόσων κατακτήσεων, έχει παραμείνει, όπως η γη των Φαραώ, τόσο παρθενική, τόσο κοντά στη νεότητα του κόσμου, όσο και οι τόποι που έμειναν στο περιθώριο της ανθρώπινης ιστορίας. Από το παρελθόν τίποτα δεν βαραίνει απάνω της, τίποτα δεν έχει αποτυπώσει τη σφραγίδα του. Στη σιωπή της, δεν ακούει κανείς τους αιώνες να μιλάνε. Είδα μικρές βυζαντινές εκκλησίες του XI αιώνα χτισμένες από εξόριστους αυλικούς, ίχνη της μεγάλης Eγνατίας οδού απ’ όπου περνούσαν οι βαρειές ρωμαϊκές λεγεώνες, τάφους μακεδονομάχων και πολεμιστών χθεσινών ακόμα – κι όλ’ αυτά είταν σα χαμένα, σα ξεχασμένα μέσα στη μεγάλη αγροτική σιγή της και τους μητρικούς της κόλπους. Αντίθετα, ό,τι, σ’ αυτήν, δίνει την εντύπωση της διάρκειας μέσα στους αιώνες, δείχνει το βαθύτερο, αμετάβλητο χαρακτήρα της και την αντιπροσωπεύει στις αναμνήσεις που αποκομίζουμε απ’ αυτήν, είναι τα μεγάλα κοπάδια των βοδιών που δροσίζονται ράθυμα στις όχθες του Aλιάκμονα, οι πανάρχαιοι αραμπάδες που σέρνονται από μαύρα βουβάλια μέσα στους καρόδρομους των μεγάλων πράσινων κάμπων, οι φωλιές των διακοσμητικών πελαργών που επιστεφανώνουν μιναρέδες και καμπαναριά, τα γαβγίσματα άγριων τσομπανόσκυλων, τις νύχτες, κοντά στις μυστηριώδεις φωτιές υπαίθριων καταυλισμών, οι σιωπηλοί και βαρείς χωρικοί που αροτριούν το παχύ χώμα της, οι έρημες όχθες των λιμνών της με τις λίγες, πρωτόγονες σχεδίες τους, τα βελάσματα των προβάτων που γυρίζουν στις στάνες, τις κολλημένες σαν πεταλίδες στις πλαγιές των βουνών, και το θέαμα των νομάδων κτηνοτρόφων που μετακινούνται, ανάλογα με την εποχή του έτους, από τους χαμηλούς κάμπους στα ψηλά οροπέδια – θέαμα που ανακλαέι στη μνήμη ανθρώπους της Mαγδαλήνειας γεωλογικής περιόδου, που δεν είχαν ούτε πατρίδα, ούτε νόμους...


Tαξίδια, Eλλάδα
Kώστα Oυράνη
Εκδ. Bιβλιοποωλείον της «Eστίας»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου