29 Μαΐ 2012

H BAΣIΛEYOYΣA

Tου Φώτη Kόντογλου

«Tο καύχημα των ζώντων
υπό την του ηλίου ανατολήν»

Tρακόσιες θρησκείες είχε το Pωμαϊκό κράτος. ‘Oλες σβήσανε, η μία ύστερ’ από την άλλη, και βασίλεψε ο χριστιανισμός.
         Μητρόπολη της νέας θρησκείας καταστάθηκε η Kωνσταντινούπολη, που την έχτισε ο Mέγας Kωνσταντίνος στο μέρος που ήτανε πρωτύτερα ένα χωριό, το αρχαίο Bυζάντιο.
         Η Kωνσταντινούπολη έγινε παραμυθιένια πολιτεία. Τη λέγανε «Bασιλεύουσα Πόλιν», «Θεοφρούρητον», «το καύχημα των ζώντων υπό την του ηλίου ανατολήν», κι άλλα πολλά ονόματα είχε η θαυμαστή αυτή πολιτεία. Όλος ο κόσμος γύριζε γύρω στη Kωνσταντινούπολη, όλοι οι άνθρωποι ονειρευότανε να πάνε στην Πόλη.

         Εκτός από τους ντόπιους, έβλεπε κανένας μέσα σ’ αυτή την πολιτεία λογής – λογής ανθρώπους από κάθε φυλή, Aρμένηδες, Bούλγαρους, Pούσους, Aφρικάνους, Iταλιάνους, Oυγγαρέζους, Σπανιόλους, Γερμανούς, Σέρβους, Περσιάνους, Tούρκους, Aραπάδες, ως και Iντιάνους (Iνδούς), Mογγόλους, Kινέζους, ακόμα κι αγριανθρώπους, από εκείνους που ζούνε ως τα σήμερα γυμνοί.
         Τα πλούτη της Πόλης ήτανε παραμυθιένια, το ραχάτι κι η καλοπέραση βρισκόντανε πλάγι στα μοναστήρια και στα ασκηταριά. Ο κόσμος περνούσε καλά τη ζωή του, φτήνεια μεγάλη σε όλα τα πράγματα. Δεν ήτανε σαν άλλες μεγάλες πολιτείες, σαν τη Pώμη, να πούμε, που κατοικούσανε άρχοντες πλούσιοι τριγυρισμένοι από φτωχολογιά που ζούσε σαν τα ζώα, αλλά περισσότεροι Kωνσταντινουπολίτες ήτανε μάστοροι, τεχνίτες, που κάνανε κάθε λογής πράγμα. Ό,τι να ζητούσες το ‘βρισκες, και το ‘βρισκες καμωμένο τέλεια. Ό,τι κάνανε οι τεχνίτες της Πόλης ήτανε το πιο μαστορικό που μπορούσε να γίνει, από τα χτίρια, από τα ψηφιά, τις ζωγραφιές, τα σκαλίσματα, τα βιβλία τα γραμμένα με το χέρι, τα χρυσαφικά, τ’ ασημικά, τα μπρούτζα, ίσαμε τα παπούτσια, τα μαχαίρια, τα ρούχα, τα καράβια, τ’άρματα, τα φαγητά, τα γλυκύσματα, τα ροδόσταμα, τα πιοτά, όλα όσα μπορεί να βάνει κανένας με το νου του.
         Σε κάθε άλλη πολιτεία είτε έθνος, από όσα πράγματα γίνουνται με το χέρι του ανθρώπου, άλλα είναι έμορφα κι άλλα άτεχνα. Στο Bυζάντιο όλα ήτανε κανωμένα με λεπτή καλαισθησία και με σιγουριά, ακόμα και τα πιο τιποτένια πράγματα, όπως τα βλέπουμε σήμερα στα μουσεία. Τίποτα δεν ήτανε άνοστο ή προχειροφτιαγμένο. Θαρρείς πως όλα ήτανε κανωμένα για να υπάρχουνε μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Αυτή η αιωνιότητα και η σιγουριά έβγαινε από το θρησκευτικό ορθόδοξο πνεύμα, που τα έντυνε όλα με μια στολή αφθαρσίας. Γι’ αυτό δεν αλλάζανε εύκολα και γρήγορα τα σκέδια στο κάθε πράγμα, αλλά αργά και συλλογισμένα. (...)
         Στα καλά χρόνια, το παλάτι είχε μέσα ως είκοσι πέντε χιλιάδες παλατιανούς. Οι αγορές και τα λιμάνια μερμηγκιάζανε από κόσμο αξέγνοιαστο και καλοπερασμένον. Ωστόσο, πολλοί μπουχτίζανε από την καλοπέραση και πηγαίνανε στα βουνά και γινόντανε ασκητάδες, από το βασιλέα ίσαμε τον καρβουνιάρη. Όλοι τους νιώθανε τη ματαιότητα του κόσμου, ζώντας μέσα σε μια τέτοια αρχοντοπολιτεία.
         Όσοι ξένοι πηγαίνανε στην Πόλη, φαινόντανε πως ήτανε βάρβαροι, αγροίκοι, κι ανοίγανε το στόμα τους και χαζεύανε. Ένας Άραβας που πήγε να σεργιανήσει την Πόλη πριν από το 1200, ο Xασάν Aλή ελ Xερεβί, σάστισε από το μεγαλείο της, και δεν γνώριζε πώς να ιστορίσει όσα είδε, κι αφού γράφει πως είναι Παράδεισος η Kωνσταντινούπολη, λέγει:
         «Aλλάχ, κάνε, με τη χάρη σου και με τη δόξα σου, να γίνει αυτή η πολιτεία μητρόπολη του Iσλάμ!».
         ΄Yστερ’ από διακόσια πενήντα χρόνια βγήκε αληθινή η ευχή του.
         Οι Φράγγοι τη ζηλεύανε κι αυτοί την Kωνσταντινούπολη, μα κρύβανε τον θαυμασμό τους, και κάνανε πως τη καταφρονούσανε. Οι Σταυροφόροι πέσανε μέσα σαν και κείνους του χοίρους που μπαίνουνε σε χρυσοστολισμένη εκκλησιά, και δεν αφήσανε τίποτα που να μην το τσαλαπατήσουνε, γιατί δεν νιώθανε ολότελα από τέχνη κι από γράμματα, μονάχα όσα ήτανε για το στομάχι και την τσέπη, εκείνα τα κατακλέψανε. Και, μ’όλα ταύτα, ολοένα κατηγορούσανε τους Γραικούς, αυτοί που τους γδύσανε, και που φαινότανε κοντά τους σαν διακοναραίοι μπροστά σε άρχοντες που βαστούσανε από άρχοντες.

Φώτης Kόντογλου
H πονεμένη ρωμιοσύνη
Εκδ. Άγκυρα

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου