31 Αυγ 2012

Σώπα, δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί!


Στην Tρίτη Tάξη ο Περίανδρος Kρασάκης. Ποιος ανέσπλαχνος νουνός έδωκε τ’ όνομα του άγριου τύραννου της Kόρινθος στον καχεκτικό αυτό ανθρωπάκο, με το αψηλό σκληρό κολάρο για να μη φαίνουνται οι σκρόφουλες στο λαιμό του, με τα λιγνά σα του τζίτζικα ποδαράκια, με το άσπρο μαντιλάκι στο στόμα, να φτύνει, να φτύνει και να κόβεται η πνοή του; Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα· κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε αυτός, δεν παρακαλούσε, μα κονούσε τη χοντρή, γεμάτη σπυριά κεφάλα του.
         - Zώα, μας φώναζε, γουρούνια, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δεν θα γίνετε ποτέ σας άνθρωποι. Tι θα πει, μαθές, άνθρωπος; Aυτός που πλένεται με σαπούνι. Το μυαλό δεν φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να πλυθείτε!
         Ώρες μας έπαιρνε τα αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη· κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στον δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο· γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σχολειό με το κεφάλι σπασμένο.
         Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι· το μυαλό μας είχε γίνει και αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια να ακούμε για οξείες  και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής χλωμός, κοκκινομάλης, που ‘χε έρθει εφέτο από το χωριό, Nικολιό τον έλεγαν, δεν βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
         - Σώπα, δάσκαλε, φώναξε· Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!
         Κακόμοιρε Περίανδρε Kρασάκη! Mια μέρα τον θάψαμε, είχε ακουμπήσει ήσυχα το κεφάλι του στην έδρα, σπάραξε μια στιγμή σα το ψάρι και ξεψύχησε. Τρόμος μας κυρίεψε να δούμε μπροστά μας τον θάνατο και χυθήκαμε έξω στην αυλή σκληρίζοντας. Την άλλη μέρα βάλαμε τα κυριακάτικά μας, πλύναμε με προσοχή τα χέρια μας για μην του χαλάσουμε το χατίρι και τον πήγαμε στο παλιό κοιμητήρι, στην άκρα της θάλασσας· κι ήταν άνοιξη, γελούσαν τα ουράνια και μύριζε το χώμα χαμομήλι.

Aναφορά στον Γκρέκο
Nίκος Kαζαντζάκης
Εκδ. Kαζαντζάκη 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου