Ξυπνώ με τις
καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό.
Επιτέλους είμαστε μέσα! O ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση
ιδιαίτερη, κάποια έξαψη που αισθάνουμαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στο
δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν, από την πρώτη
στιγμή, στην ημέρα που αρχίζει, μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη μου
σκέψη είναι: «Το μεσημέρι το αργότερο θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας
βομβαρδίσουν».
Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη
συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω προς τον Πλάτανο να πάρω το
λεωφορείο, με συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι όπως
μου λέει, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τι γίνουνται τα παιδιά της.
Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα
στους δρόμους.
Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα
μου και ξεχνιούμαι. Aπάθειά μου. Oι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή
ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.
Μετά τους Αμπελοκήπους, μπαίνοντας
στην Αθήνα, αντικρίζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνουμαι την πρώτη
συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Oι
στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν
και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή.
Μες στο λεωφορείο μου μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει και κλαίει με λυγμούς, μια
άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω για να μην τη δουν.
Φτάνω στο γραφείο, συζητώ με τον Αλέκο για τις εκκρεμείς υποθέσεις, ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτα που να μοιάζει με φόβο. O κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου που
είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνουμαι ότι ανήκω σ’
ένα σύνολο που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου δίνει
κάποια περηφάνια.
Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου
μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της Ala Litoria.
Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάνουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με
συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνουμαι ότι μου
μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.
Κανείς δεν σκέφτεται αυτή τη στιγμή
ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας
μέσα σ’αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνουμαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό
λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος,
λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο
από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’
αυτούς τους ξιπασμένους που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν.
Γ. Θεοτοκάς,
Τετράδια
Ημερολογίου 1939-1953,
Βιβλιοπωλείον
της Εστίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου