Εκείνη η νύχτα ήταν η βραχύτερη της χρονιάς· μα ίσως κι η θερμότερη του καλοκαιριού. Ύστερ’ από άνοιξη δροσισμένη από βροχές και ψύχρες, τα κυνικά καύματα ήρθαν απότομα, περί τα μέσα Iουνίου, καταπιέζοντας κι εξουδετερώνοντας, κάτω απ’ την τεράστια καυτερή κι ιδρωμένη παλάμη τους, την ευεξία των ανθρώπων. Άξαφνα γίνηκε η μεταβολή του καιρού, απ’ τους στεγνούς και δροσερούς βοριάδες στις νοτισμένες φλογερές άπνοιες, που ήρθαν μουλωχτά από το Nότο και ξάπλωσαν παντού τη λιοφρυγμένη θαμπάδα τους. Οι οργανισμοί δεν είχαν ευχέρεια να βολευτούν, όπως θα γινόταν σε μια κλιμακωτή αλλαγή. Το άξαφνο χτύπημα της κάψας τούς συγκλόνισε, τούς έριξε σε ατονία και χαύνωμα. Ο ίδρος ανάβλυσε απ’ όλους τους πόρους και κάλυψε τα κορμιά με τη γλιτσιασμένη δυσοσμία του. Μες στα βαριά κεφάλια, η σκέψη σιγόπλεε σαν μισοψόφιο ψάρι σε χλιό νερό, απόμενε λειψή κι ατερμάτιστη. Η μεγάλη πολιτεία δέχτηκε παθητικά τη λάβα τ’ ουρανού κι αποκάρωσε, σαν τεράστιο χταπόδι ξεβρασμένο στην ακρογιαλιά, που άπλωσε τα πλοκάμια του πλάι στ’ ακύμαντο αχνιστό νερό, και σιγοψοφάει από καΐλα και ασφυξία. Η λίμνη του λιμανιού έπηξε σε υγρό παχύρευστο, κιτρινωπό, ασάλευτο και πεθαμένο, σαν έμπυο κάποιας σάπιας λαβωματιάς. Οι βρωμισιές που ξέχυναν οι σούδες και τα βαπόρια έπλεγαν στεκάμενες, μετάλλαζαν σε σαπρία από ζύμωση γοργή, ανακάτευαν τις απόπνοιές τους με τους στεκάμενους αχνούς - που η απανεμιά λες κι είχε κολλήσει πάνω στην επιφάνεια του νερού - και σκόρπιζαν δυσοσμία αβάσταχτη ένα γύρο στους ντόκους. Τα βαπόρια εισέπλεγαν βαριεστημένα μέσα σε τούτη την κόλαση, σκίζοντας με προσπάθεια το πηχτό και θολό χλεμπονιάρικο νερό· πλεύριζαν ή έδεναν πρυμάτσες, ξερνούσαν ανόρεχτα επιβάτες και φορτία στη στεριά, βιάζονταν να πάρουν άλλους πασατζέρηδες κι άλλα κάρικα· να σαλπάρουν μιαν ώρα αρχύτερα στο πέλαγο, το δροσισμένο από πανάλαφρες πνοές. Αργά στριφογύριζαν οι γερανοί στους ντόκους· σέρνονταν αγκομαχώντας τα καμιόνια στην αναλυτή άσφαλτο· οι εργάτες του λιμανιού έκαναν τη δουλειά με μηχανικές κινήσεις, σαν ρομπότ υπνωτισμένα, αποδίνοντας το μισό απ’ το κανονικό. Μικρή κίνηση στα μαγαζιά, τα πνιγμένα στην ασφυξία της κάψας· πελάτες ελάχιστοι, όσοι είχαν απόλυτη ανάγκη από κάτι, εξυπηρετούμενοι από πουλητάδες ξεκουρντισμένους, ιδροκοπημένους, νυσταγμένους.
Κανείς δεν χόρταινε ύπνο. Τη νύχτα μόνο μετά τα μεσάνυχτα δρόσιζε κάπως το ύπαιθρο (τα σπίτια, μέσα, ήταν φούρνος νύχτα μέρα), κι οι άνθρωποι αποκάτιαζαν στις αυλές, τα λιακωτά και τα μπαλκόνια· μα ο ήλιος ανατέλλοντας από τις πέντε, τους ξυπνούσε με τις πρώτες καυτερές του αχτίνες. Όσο για μεσημεριανό ύπνο, λόγος δεν γινόταν. Όπως τα καρωμένα μάτια πήγαιναν να κλείσουν, κύμα ιδρώτα ανάβλυζε και σκέπαζε όλο το κορμί, διώχνοντας τον ύπνο. Απόμενε η νάρκη, που γινόμενη πιο έντονη όσο περνούσε η μέρα, σε συνόδευε ως τη νύχτα και σ’ έριχνε κατάκοπο στο στρώμα.
Από τις τέσσερις κιόλας γλυκοχάραζε πάνω απ’ τον Yμηττό. Μια χλωρή φωτεράδα σ’ όλο το μάκρος της βουνοκορφής, χωρίζοντας τον μουντό όγκο της ύλης από το άυλο σκοτάδι του στερεώματος. Τα κοντινότερα αστέρια λιγοθύμησαν, εξαφανίστηκαν. Προχωρούσε σιγανά η χαραυγή καλύπτοντας όλο περισσότερο τον ουρανό της Aνατολής. Τ’ αντιφεγγίσματά της απάλυναν τη μαυρίλα της θάλασσας προς το σταχτί. Πριν ξεδιαλύνει το σκοτάδι, ήταν φανερό πως ερχόταν το φως.
Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ήταν πιο φανερή στο μεγάλο λιμάνι. Σ’ όλο το μάκρος της προκυμαίας, τα φώτα ξακολουθούσαν να είναι αναμμένα και να διαχέουν τη λαμπεράδα τους στην αμυδρά γαλατένια καταχνιά. Ψηλότερα, στις στέγες των ψηλών κτηρίων, οι πολύχρωμες φωτεινές επιγραφές συνέχιζαν να διαφημίζουν τα προϊόντα τους στους ελάχιστους διαβατικούς, που οτιδήποτε άλλο συλλογιόνταν εκείνη την ώρα, εξόν ν’ αγοράσουν την τάδε οδοντόκρεμα ή τη δείνα ηλεκτρική κουζίνα. Τα κόκκινα και πράσινα εναέρια φωτερά τους γράμματα, προβαλλόμενα στο βάθος τ’ ουρανού, περιπλέχτηκαν με τη χλωρορόδινη χαραυγή, άρχισαν ν’ ατονούν. Ένα ακτοπλοϊκό, ερχόμενο από τις Kυκλάδες, άναψε όλα τα φώτα του καθώς σιγόμπαινε στο λιμάνι και γέμισε στην επιφάνειά του με οριζόντιες κινούμενες φωτερές τρεμουλιαστές λόγχες. Τ’ άλλα βαπόρια, τ’ αγκυροβολημένα κολλητά το ‘να στ’ άλλο, σχημάτιζαν, μπροστά στους ντόκους, ένα σκοτεινό κι ογκώδες τείχος από ατσάλι, στεφανωμένο άρμπουρα και τσιμινιέρες σπαρμένες ανάκατα κι ασύμμετρα. Πίσωθέ τους κι ακόμα πιο ψηλά, οι ακίνητοι γερανοί όρθωναν στο στερέωμα τις σβέλτες ατσαλένιες κατασκευές τους. Ακόμα πιο πίσω, πάνω στο ψήλωμα, εκτεινόταν το περίπλοκο συγκρότημα του μεγάλου εργοστασίου, έντονα φωτισμένου από εκατοντάδες γλόμπους (δούλευε νυχθημερόν). Οι πανύψηλες καμινάδες ξερνούσαν συνεχώς πηχτές τολύπες ανοιχτόχρωμου καπνού, που ανέβαιναν κάθετα και νωχελικά στον ασαύλευτο αέρα, προσθέτοντας την αψιά αχλύ τους στο πούσι της χλιάς υγρασίας. Τα δυο φανάρια, στο έμπα του λιμανιού, αναβόσβηναν ρυθμικά την πράσινη και κόκκινη αναλαμπή τους. Λίγο πιο έξω, στ’ ανοιχτά, τέσσερα βαρυφορτωμένα τραμπ είχαν φουντάρει και πρόσμεναν να ξημερώσει για να τα μπάσει ο πιλότος στο λιμάνι. Κάμποσοι άνθρωποι βάδιζαν σιωπηλοί στους λιμανίσιους δρόμους, προσπαθώντας να ταχύνουν το βήμα τους όσο το επέτρεπε ο κάματος της νυχτερινής δουλειάς ή του αχόρταστου ύπνου. Ήσαν οι νυχτερινοί εργάτες που σκόλαγαν κι επέστρεφαν σπίτια τους, ν’ αποκατιάσουν· κι οι άλλοι που τους διαδέχονταν στην πρωινή βάρδια. Τα δυο αντίθετα ρέματα συγκρούονταν στο πάνε - κι - έλα από τις ταπεινές συνοικίες προς την περιοχή του λιμανιού. Συγκρούονταν σιωπηλά κι αδιάφορα, δίχως ν’ αλλάξουν ματιά ή λόγο. Περίσσευε το «καλημέρα» για μια ερχόμενη μέρα κακή κι ανάποδη, ύστερα από τη φεύγουσα νύχτα του μόχθου και της αγρύπνιας. Δεν είναι όμορφη η ζωή για όλο τον κόσμο...
Το 10
M.Kαραγάτσης
Εκδ. Eστία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου