Ο κάμπος. Το χειμώνα είναι θλιβερός.Το καλοκαίρι, κόλαση. Το χινόπωρο τον τυλίγει σε γοητευτικότατη μελαγχολία. Μα, την άνοιξη, τίποτα δεν μπορεί να παραβληθεί με τον κάμπο της Θεσσαλίας. Πρέπει να ξεκινήσεις με το ξημέρωμα, όταν η Όσσα στολίζεται με τριαντάφυλλα στον ερχομό του ήλιου. Όταν τα χιόνια του Όλυμπου κρατούν ακόμ' απάνω τους τα στερνά γαλάζια πέπλα της νύχτας. Πριν ακόμα, στις πρώτες αχτίνες, ξεδιαλυθούν οι χαμηλοί λευκοί αχνοί που σιγοσέρνονται πλάι στα ποτάμια, τα χαντάκια, τα βαλτοτόπια. Την ώρα που οι κατσουλιέρηδες κάνουν την πρωινή προσευχή τους πετώντας κατακόρυφα. Που οι κάργιες αργοξυπνούν κι ετοιμάζονται για τη ληστρική και φωνακλάδικη μέρα τους.
Ο δρόμος -όποιον δρόμο κι αν πάρεις- ξαπλώνεται ίσιος, λευκός, στολισμένος μ' ανθισμέν' αγκάθια. Δεν έχει τέλος ο δρόμος, και δεν βλέπεις για ποιο λόγο πρέπει να 'χει τέλος, όταν ο ουρανός είναι τόσο γλυκός, τα στάχυα τόσο πράσινα, η καταχνιά τόσο γαλατένια και τα βουνά του βάθους τόσο αχνά κι απίθανα.
Κι έξαφνα, το αεράκι της αυγής σαρώνει τους αχνούς, η θάλασσα των σταχυών κυματίζει πέρα ως πέρα μ' ασημένια ρίγη. Φλογίζουνται οι ρόδινοι ορίζοντες, χρυσίζουν οι πράσινες εκτάσεις. Είναι ο ήλιος που ανατέλλει.
Το φως του είναι ακόμα ντελικάτο, λευκό, ψυχρό. Μα νιώθεις πως οι κίτρινοι τόνοι δεν θ' αργήσουν να χυθούν ολούθε. Προχωρείς, ακούγοντας το στερεό τραγούδι των κατσουλιέρηδων, ακολουθώντας τα στολισμένα με ιερατικά κιρκινέζια σύρματα του τηλεγράφου. Λίγο πιο πέρα μαντεύεις τον ποταμό χωμένο στη ζούγκλα που θρέφουν τα νερά κι οι βούρκοι.
Ιτιές και καραγάτσια, λυγαριές και βελανιδιές, οξυάκανθες ανθισμένες, κι άλλα μύρια φυτά της πλούσιας γης, πνιγμένα, σφιχταγκαλιασμένα, που ακολουθούν τη γονιμοποιό κοίτη. Μα ο άλλος κάμπος είναι γυμνός από κάθε πολύπλοκη χλωρίδα. Μόνο στάρι, κριθάρι, βρίζα, πελώριο κι ομοιόμορφο χαλί της θεάς Δήμητρας, στρωμένο ως τους απροσδιόριστους ορίζοντες.
Μ. Καραγάτσης,
«Θεσσαλία Γ', ο κάμπος και οι άνθρωποι του»,
εφημ. Η Καθημερινή, 17-5-1938
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου