6 Απρ 2019

Η πρώτη μέρα της Γερμανικής Κατοχής, του Γ.Θ. Βαφόπουλου

-->
       Οι Γερμανοί είχαν χτυπήσει τη «Γραμμή Μεταξά» στην Ανατολική Μακεδονία. Και στην Αλβανία το πολεμικό μέτωπο, που κράτησε με γενναιότητα πέντε ολόκληρους μήνες, τώρα βρισκόταν σε διάλυση. Η Ελλάδα κατέρρεε μέσα σε λίγες μέρες. Νέα δάκρυα στα μάτια των μαννάδων, καινούργια αγωνία στις ψυχές όλων μας. Είχε φτάσει κι’ όλας η φήμη, πως οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών προχωρούσαν προς τη Θεσσαλονίκη. Ο στρατός της Αλβανίας οπισθοχωρούσε διαλυμένος. Μια διάδοση πως οι Γερμανοί θα αιχμαλώτιζαν όλους τους νέους ανθρώπους και τους εφήβους ακόμα, γέμισε τα σπίτια με απελπισία. Οι Αρχές διέλυσαν τις υπηρεσίες τους, ο Δήμαρχος ετοιμαζόταν να φύγει, οι νέοι πήραν τον δρόμο προς τον Όλυμπο, όπου λέγανε πως ο στρατός με τους λίγους Εγγλέζους θα σταματούσε την προέλαση του εχθρού.
            Μέσα στην τούτη την παραζάλη, σε τούτη τη σύγχυση των πάντων, έτρεξα στο συνεργείο των αυτοκινήτων του Δήμου. Ετοίμαζαν τα αυτοκίνητα του Δημάρχου και των άλλων δημοτικών παραγόντων, που θάφευγαν την άλλη μέρα το πρωί. Κατάφερα να εξασφαλίσω μια θέση σ’ αυτά και γύρισα γρήγορα στο σπίτι να ετοιμάσω μια πρόχειρη βαλίτσα. Οι δικοί μου βρισκόντανε σε απόγνωση. Η Σούλα, η «μικρή μου αρραβωνιαστικιά», ειδοποιημένη είχεν έρθει στο σπίτι μας και με κοιτούσε και εκείνη απελπισμένη. Όμως όλες τούτες οι ετοιμασίες ήσαν πια μάταιες, γιατί την ίδια εκείνη νύχτα, κάτι δημοτικές «ατσίδες» είχαν πάρει τα αυτοκίνητα, δίχως το Δήμαρχο και τις Δημοτικές Αρχές, και τώρα τρέχανε προς την Αθήνα, όπου προσδοκούσανε να βρούνε καταφύγιο. Και την άλλη μέρα πολύ πρωί, καθώς είχα βγει από το σπίτι μου, για να πάω στο συνεργείο των αυτοκινήτων του Δήμου, είδα ξαφνικά στο βάθος της παραλίας, να περνά αστραπή μια πολύ γνώριμη σιλουέτα, που τόσες φορές την είχαμε δει στις εφημερίδες και στα «επίκαιρα» των κινηματογράφων. Ήταν μια μοτοσυκλέτα, που φορούσε το γνωστό κράνος του τρίτου Γερμανικού Ράιχ, το φοβερό εκείνο κράνος, που μελλόταν να σκεπάσει τον δύσμοιρο τόπο μας για τριάμισι ολόκληρα χρόνια. Ήταν πια φανερό πως η Θεσσαλονίκη είχε πια καταληφθεί. Γύρισα σπίτι, βυθισμένος στην έσχατη απελπισία. Κλαίγαμε τώρα όλοι την καινούργια μας μοίρα. Τι θα γινόμασταν; Πού ήσαν τα αδέρφια μας;
            Στη Θεσσαλονίκη μπήκαν οι Γερμανοί το πρωί στις 7 Απριλίου 1941. Οι πολεμικοί τύποι όριζαν πως η πόλη έπρεπε να παραδοθεί επισήμως από τις Ελληνικές Αρχές. Και στην είσοδο της πόλης, κοντά στην πλατεία Βαρδαρίου, ο Δήμαρχος Μερκουρίου περίμενε τον Στρατάρχη Λιστ. Ο καθηγητής Περικλής Βιζουκίδης έκαμε τον διερμηνέα και προσφώνησε το Γερμανό Στρατάρχη. Κι ο γερό-Μερκουρίου, με βουρκωμένα μάτια, γύρισε στο σπίτι του. Και σε λίγην ώρα ο απριλιάτικος ουρανός γέμισε από τεράστια σιδερένια πουλιά. Βούιζε όλο το στερέωμα πάνω από την πόλη, οι κινητήρες τράνταζαν τα τζάμια των σπιτιών, σμήνη ολόκληρα πετούσαν πάνω από τις στέγες, έφευγαν κ’ έρχονταν άλλα πίσω τους και πάλι ξαναέρχονταν κ’ έπλεκαν πάνω από την πτοημένη πόλη ένα φοβερό δίχτυ από σίδερο, αγκυλωτούς σταυρούς και βρυχηθμούς τεράτων της αποκαλύψεως.
            Όλη τούτη η επίδειξη της δύναμης του Γ’ Ράιχ ήτανε μέσα στο σχέδιο της κατοχής, γιατί την ίδια ώρα κ’ ένα άλλο σιδερένιο δίχτυ μ’ αγκυλωτούς σταυρούς, πλεκόταν μέσα στην πόλη από τις μηχανοκίνητες φάλαγγες του Στρατάρχου Λιστ. Εκατοσταριές τα αυτοκίνητα περνούσαν από τους μεγάλους δρόμους, φτάνανε στο τέρμα και ξαναγυρνούσαν πάλι, έφευγαν και ξαναέρχονταν κι ο κόσμος, μαζευμένος στα πεζοδρόμια, παρακολουθούσε με δέος τούτο το αλλόκοτο θέαμα. Και τότε τα στόματα της «πέμπτης φάλαγγος» εύρισκαν την ευκαιρία να μιλήσουν. Και λέγανε πως όλες εκείνες οι φήμες για την ανέχεια των Γερμανών, για την έλλειψη βενζίνας, ήσαν φθηνή προπαγάνδα των Εγγλέζων, αφού τώρα το βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια, πόση σπατάλη βενζίνας έκαμνε ο τρομερός τούτος στρατός, που φορούσε τις καλοραμμένες στολές και μαύρες καινούργιες μπότες.
            Στεκόμουνα στο πεζοδρόμιο της «Αστόριας», βουβός από κατάπληξη και οδύνη, κι όταν σε μια στιγμή θέλησα να καθήσω, για να ξαποστάσω το κουρασμένο σώμα, άκουσα ένα φιλικό κάλεσμα. Γνώρισα την πάντοτε βραχνή φωνή ενός παλιού περιστασιακού φίλου της παρέας μας. Ήταν ο Νίκος Μακρής, ποιητής από τα νιάτα του, δικηγόρος σπουδαγμένος στη Γερμανία, θαυμαστής απόλυτος, δίχως μέτρο, του γερμανικού πνεύματος και του κάθε πράγματος που γεννούσε η χώρα του Γ’ Ράιχ.
            Όταν πριν από λίγους μήνες επιστρέφαμε μαζί με το Νίκο Μακρή από το νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν ο Στέλιος Ξεφλούδας, ο μεγάλος εκείνος θαυμαστής του Γκαίτε και του Χίτλερ έδειχνε πως ήταν ο μόνος ίσως Έλληνας, που κατηγορούσε φανερά τον Μεταξά, για την αφροσύνη του να δεχθεί τον πόλεμο με τον ένα συναίτερο του Άξονος. Κ’ ήταν ο ίδιος αυτός που είχε πρωτύτερα επικροτήσει ανεπιφύλακτα τη δικτατορία του Μεταξά. Και τώρα, την ώρα της νέας τούτης συμφοράς, καθισμένος σ’ ένα τραπέζι της «Αστόριας» , στο κέντρο μιας παρέας ανθρώπων που χαχάνιζαν, με καλούσε φιλικά να μου εκφράσει τη μεγάλη του ικανοποίηση, για την απροσδόκητη τούτη τύχη της Ελλάδας. Με συνέστησε, με ύφος προστατευτικό, στα μέλη εκείνα της «πέμπτης φάλαγγος», πούδειχναν την ίδια ικανοποίηση για το αποτέλεσμα του «εθνικού» τους έργου. Και τους είπε πως ήμουν ένας τίμιος Έλληνας, από εκείνους τους παραπλανημένους και ρομαντικούς, αλλά η τιμιότητά μου θα με υποχρέωνε να δω κατάματα την αλήθεια. Κ’ εγώ στην αμηχανία μου ψιθύρισα, πως τώρα, πριν απ’ όλα έπρεπε να ιδούμε την Ελλάδα. Κ’ εκείνος δήλωσε κατηγορηματικά, πώς δεν έπρεπε να γελιέμαι, γιατί τώρα η Ελλάδα γιόρταζε την πρώτη μέρα της ελευθερίας της.
            Έφυγα γεμάτος φρίκη και απελπισία. Απέφυγα να συναντήσω ξανά τούτο τον ρομαντικό της γερμανολατρείας. Και τόφερε κάποτε η τύχη, ύστερ’ από μήνες, να βρεθώ στον δρόμο του. Στο μεταξύ αυτό είχαν γίνει οι πρώτοι τουφεκισμοί κ’ είχαν εκδηλωθεί οι αγριότητες των κατακτητών, με τις επιτάξεις των σπιτιών και των γραφείων των Ελλήνων. Ήμουν περίεργος να διαπιστώσω το βαθμό της αντοχής της γερμανοφιλίας τούτου του φανατικού. Μου διηγήθηκε γεμάτος οργή πως οι Γερμανοί τού είχαν πάρει όλα τα έπιπλα του δικηγορικού του γραφείου. Κ’ είχε κάμει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζητώντας αποζημίωση, γιατί οι υπηρεσίες του δεν είχαν προλάβει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του γερμανικού στρατού, που έκαμνε τώρα ένα σκληρό πόλεμο για την ευτυχία της ανθρωπότητας. Το Ελληνικό Κράτος είχε την ευθύνη, που με την αμέλειά του κ’ ίσως και την κακή του θέληση, ανάγκαζε τους Γερμανούς να παίρνουν μόνοι τους, εκείνο που έπρεπε να τους δοθεί. Αργότερα ο φανατικός αυτός μπήκε διερμηνέας στη Γερμανική Γκεστάπο. (…) Ο παλιός ποιητής Νίκος Μακρής είχε κακό τέλος. Ακολούθησε στην υποχώρηση τους Γερμανούς. Και μετά τη λήξη του πολέμου έφθασε η φήμη πως είχε σκοτωθεί σ’ ένα βομβαρδισμό του Αμβούργου.
            Το απόγευμα της ίδιας μέρας πήγα να επισκοπήσω την περιοχή της Χ.Α.Ν. Ανέβηκα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, πούταν τώρα έρημη, κι όλη τούτη η ερημιά της δέθηκε κόμπος στην καρδιά μου. Στο πάτωμα ήσαν σκορπισμένα βιβλία, όσα μπορέσαμε να περιμαζέψουμε από τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχαν αρχίσει να διαλύονται από μέρες. Έκλεισα και κατέβηκα στο πρώτο πάτωμα. Εκεί, από την αρχή του πολέμου είχε μεταφερθεί η Διεύθυνση της Αστυνομίας και τώρα όλος εκείνος ο χώρος ήταν βυθισμένος στην ερημιά. Πλησίασα σε μιαν ανοιχτή θύρα και στάθηκα. Ένας αξιωματικός καθόταν μόνος στο γραφείο του, με το πρόσωπο βυθισμένο στις παλάμες του. Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Τον γνώρισα. Ήταν ο ταγματάρχης της χωροφυλακής Τσαούσης, υποδιευθυντής τότε της Αστυνομίας. Με ρώτησε τι ζητούσα. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Είπα τραυλίζοντας, έτοιμος να ξεσπάσω στο κλάμα, πως δε ζητούσα τίποτε. Ήθελα απλώς να ιδώ από κοντά έναν Έλληνα αξιωματικό, γιατί δεν ήξερα αν θα ξαναέβλεπα πια τούτη τη δοξασμένη στολή. Εκείνος σηκώθηκε με βουρκωμένα μάτια κ’ εγώ προχώρησα μέσα. Και τότες ανέβηκε το κλάμα στα μάτια μας κι άρχισαν τ’ αναφιλητά να τραντάζουν το κορμί μας. Κλάψαμε σα μικρά παιδιά, δίχως ντροπή, σφίξαμε ο ένας τα χέρια του άλλου, γιατί τώρα νοιώθαμε τη μεγάλη μας ορφάνια, ήμασταν δυο πονεμένα παιδιά, που θρηνούσαν πάνω στο φέρετρο της Ελλάδας. Τότε τόχα κάμει για πρώτη φορά συνείδηση, πόσο βαθιά, πόσο τρυφερά αγαπούσα τούτη τη σταυρωμένη πατρίδα μου.

Γ.Θ. Βαφόπουλος
Σελίδες Αυτοβιογραφίας
Η Ανάσταση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου