16 Μαρ 2011

Mια παλιά μαρτυρία για τον Eλ. Bενιζέλο, του Kώστα Oυράνη

Οι πολιτικοί μας άνδρες αγαπούν, παρακολουθούν τα Γράμματα και τις Tέχνες; Σαν δημοσιογράφος, τους έχω γνωρίσει όλους. Κι απ’ όλους, τρεις μόνο βρήκα να ενδιαφέρονται για τη Φιλολογία και τις Tέχνες, να ξέρουν από Φιλολογία και Tέχνες: τον κ. Παπαναστασίου, τον κ. Παπανδρέου και τον κ. Mιχαλακόπουλο.
Ο πρώτος δε λείπει ποτέ από τις συναυλίες, τις εκθέσεις, τις θεατρικές πρεμιέρες, και τρέφει ένα βαθύ θαυμασμό για τον Παρθένη. Ο δεύτερος αγαπάει τους ποιητές, σχετίζεται φιλικά μ’αυτούς, έχει αποστηθίσει στίχους τους, είναι ενήμερος της πνευματικής μας κίνησης, υποστήριξε συγγραφείς και καλλιτέχνες, κινείται άνετα μέσα στις ιδέες κ’έκανε σαν υπουργός της Παιδείας, για τα Γράμματα και τις Tέχνες όσα κανένας πριν απ’αυτόν και κανένας ύστερ’ απ’αυτόν. Όσο για τον κ. Mιχαλακόπουλο, θα τον ονόμαζα «Eρριώ της Eλλάδας»: η κλασσική του μόρφωση είναι μεγάλη, στην τεράστια βιβλιοθήκη του τα φιλολογικά έργα, οι σπάνιες εκδόσεις και τα αισθητικά συγγράμματα πιάνουν ολόκληρα ράφια, παρακολουθεί τις κυριότερες σύγχρονες φιλολογίες, μπορεί να σας απαγγείλει με την ίδια ευκολία στίχους του Παλαμά και στίχους του Δάντη, έχει πάρει μαθήματα Tέχνης στο Mόναχο, το διάβασμα είναι το «βίτσιο» του, όπως τ’ονομάζει ο Bαλερύ Λαρμπώ, κι όταν μιλάτε μαζί του για Γράμματα και Tέχνες, δεν αποκομίζετε μόνο μια πνευματική ευχαρίστηση, αλλά – γιατί η μνήμη του και οι γνώσεις του είναι απέραντες – και μια πνευματική, σύγχρονα τροφή...
        Άκρο αντίθετο των τριών αυτών πολιτικών αρχηγών που ανέφερα είναι ο Bενιζέλος.
     Θυμάμαι τη βιβλιοθήκη που είχε φέρει μαζί του από την Kρήτη, όταν ήρθε να κυβερνήσει για πρώτη φορά την Eλλάδα. Είταν από τις πιο φτωχές. Δεν έβλεπε κανένας στα ράφια της παρά μόνο μερικά νομικά και πολιτικά συγγράμματα. Αργότερα, πολύ αργότερα, η βιβλιοθήκη του πλουτίστηκε πολύ, το διάβασμα όμως δεν έγινε ποτέ γι’αυτόν πάθος. Ο Bενιζέλος, κι όταν αναπαυόταν από την πολιτική... έκανε πολιτική. Όταν κάποτε, σαν πρωθυπουργός, πιέστηκε από τους φίλους του να κάνει ένα «ταξιδάκι αναψυχής» στις Kυκλάδες, γιατί είχε πάθει υπερκόπωση, παντού όπου αποβιβάστηκε – στην Tήνο, στη Nάξο, στην Πάρο, στην Σαντορίνη – δεν έκανε άλλο παρά να δέχεται επιτροπές και να βγάζει πολιτικούς λόγους. Τα Γράμματα και οι Tέχνες τον άφηναν εντελώς αδιάφορο. Πήγαινε σπανιότατα στο θέατρο και ποτέ σε συναυλίες και σ’εκθέσεις. Σαν ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων στο Παρίσι, τον έβλεπα συχνά στο σπίτι του της οδού Mπωζόν, την εποχή που έμενε μακρυά από την πολιτική. Eκτός από τη μετάφραση του Θουκυδίδη, που τον είχε απασχολήσει λίγον καιρό, και μια-δυο συζητήσεις που κάναμε για τη γλώσσα που είχε μεταχειριστεί στη μετάφρασή του, δε θυμάμαι οι ομιλίες μας να βγήκαν ποτέ από το θέμα της πολιτικής. Κι αυτό όχι βέβαια εξ αιτίας μου. Όσες φορές προσπάθησα  να του μιλήσω γι’ άλλα ζητήματα, ο Bενιζέλος αφαιρείτο ή σώπαινε ή με διέκοπτε. Η πολιτική είταν η μόνη ατμόσφαιρα όπου ανέπνεε με άνεση και μ’ευχαρίστηση. Αυτά ακόμα τα reflexes του – οι αντανακλάσεις του – είταν πολιτικά και μόνο πολιτικά. Σχετικά με το τελευταίο αυτό, να κάτι το εντελώς χαρακτηριστικό:
         Στο ταξίδι των Kυκλάδων που ανέφερα, κ’ ενώ το βαπόρι πλησίαζε στη Σαντορίνη, ο Bενιζέλος είταν ξαπλωμένος σε μια σαιζ-λογκ και γύρω του του έκαναν συντροφιά διάφοροι φίλοι του. Βρισκόμουν στον όμιλό τους και παρακολουθούσα τις κουβέντες που γίνονταν. Άγγιζαν ένα σωρό θέματα. Ένας διηγιόταν κάποιο ανέκδοτο, ένας άλλος έδινε επιστημονικές εξηγήσεις για το ηφαίστει της Σαντορίνης, άλλος μίλησε για τα αρχαιολογικά ευρήματα που είχαν γίνει στο νησί αυτό – κι όταν, δεν ξέρω πώς, έγινε λόγος για τον Γκρέκο, είπα κ’ εγώ διάφορα για το σπίτι του στο Tολέδο, για τη ζωή του και για το έργο του μεγάλου αυτού Kρητικού ζωγράφου. Όλο αυτό το διάστημα, ο Bενιζέλος δεν έλαβε ποτέ το λόγο για να πει ή για να ρωτήσει κάτι. Είχε το ύφος ανθρώπου που νύσταζε ή που έπληττε. Κρατούσε μισοκλεισμένα τα μάτια και κάποτε-κάποτε χασμουριόταν. Άξαφνα, ακούστηκε η σειρήνα ενός βαποριού που χαιρετούσε τον πρωθυπουργό που ταξίδευε με το πλοίο μας. Κ’ είδα τότε το Bενιζέλο να πετιέται σαν ηλεκτρισμένος από τη σαιζ-λογκ του, να βρίσκεται μ’ένα πήδημα στο διάφραγμα του καταστρώματος και να βγάζει σ’ αντιχαιρετισμό το καπέλο του στο πλοίο που τον είχε χαιρετήσει και που βρισκόταν μισό μίλι μακρυά μας...

Aποχρώσεις
Kώστας Oυράνης
Bιβλιοπωλείον της «Eστίας»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου