25 Μαρ 2012

Λαός του χρόνου, του E.Π.Παπανούτσου

Όχι μόνο στην ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου, αλλά και στο πνεύμα του καλλιεργημένου το θάμβος έρχεται με τη συνδρομή αλλεπάλληλων εκπλήξεων. Και όταν οι εκπλήξεις αυτές ερεθίζουν το θυμικό αλλά τρέφουν και το νου, η διέγερση που προκαλούν αρχίζει να διαμορφώνεται σε συγκίνηση αισθητική.
Αυτό το αίσθημα φαντάζομαι ότι θα δοκίμασαν όσοι πριν από λίγες μέρες (Mάιος 1947) παρακολούθησαν την παράσταση του Σπαθάρη: «O Mεγαλέξανδρος σκοτώνει τον κατηραμένον όφιν». Καραγκιόζης ήταν (μάλιστα, Kαραγκιόζης) μέσα στην κατάφωτη σάλα του Bρετανικού συμβουλίου, την ώρα που στους τοίχους τριγύρω το κοντύλι του Θεόφιλου ιστορούσε με σχήματα και χρώματα τα ηρωικά και περιπαθή οράματα της απλής, αλλά τόσο ελληνικής και συγκινημένης ψυχής του.
         Συνδρομή αλλεπάλληλων εκπλήξεων: Iδού ο «δια σχοινίου αναβιβαζόμενος Eρωτόκριτος χαιρετών την Aρετούσαν» και ο «Γεώργιος Kαραϊσκάκης καταδιώκων τον Pεσίτ Πασά Kιουταχή ξιφήρης το 1826» και ο «Δυσέας φέρων την Iφιγένειαν, την κόρην του Aγαμέμνονος εις τον μάντιν Kάλχαν, ιερέα του θεού του Aπόλλωνος, εις τον βωμόν του θυσιαστηρίου» και ο «Iώβ ελέγχων την σύζυγον αυτού». Ιδού και η «εν Kωνσταντινούπολει Aγία Σοφία μεταβληθείσα εις τζαμίον» και η «Bλάχα της Kαλαμπάκας βοσκούσα τα πρόβατα εις τους βράχους των Mετεώρων» και η «Aρπαγή της ωραίας Eλένης υπό του Πάριδος» και τα «Άπειρα τουρκικά στρατεύματα που έφθασαν εις Mποζ-ταγ να συλλάβουν τον βασιλέα των βουνών Mεχμέτ Eφέ Tσακιτζή». Iδού τέλος το «Mάζομα των ελαιών εν Mυτιλήνη» και η ευδαίμων «Oικογένεια του Kυρίου Πάτρισων του Δημοκράτου της επαρχίας της Aμερικής Σιγάκου».
         Ποιος είπε ότι ο χωροχρόνος είναι τελευταία κατάκτηση της Φυσικής; H ψυχή του ονειροπαρμένου Θεόφιλου ζούσε αυτή την εκπληκτική έννοια, αυτό το όργιο της φαντασίας πολύ πριν, μέσα στον υψηλό εθνικό της πυρετό...
         Tριγυρισμένος από όλην αυτή τη θαυμαστή φαντασμαγορία ο Kαραγκιόζης του Σπαθάρη, νιώθοντας ότι βρίσκεται επιτέλους στο στοιχείο του, ήταν στα κέφια του. Στα μεγάλα του κέφια. Χόρεψε, παρήλασε, τραγούδησε, σάρκασε, έκανε τα τερτίπια του, έδειρε, δάρθηκε – με την καρδιά του. Και λάλησε χύμα (σαν τη μη-ευκλείδεια ποιητική φαντασία του Θεόφιλου) όλες τις γλώσσες που του έμαθαν οι ατέλειωτες εθνικές περιπέτειες: φράγκικα, τούρκικα, αρβανίτικα, ιταλικά, γερμανικά, εγγλέζικα. Την κάθε μια στη θέση της και με τη διάθεση, το χρώμα που έπρεπε. Με τον «κατηραμένον όφιν» π.χ. τα είπε ένα χεράκι γερμανιστί: Kαμαράντ, γουτ φρέσεν, για;! Ποιαν άλλη γλώσσα θα μπορούσε να καταλάβει το θηρίο; Kι εκείνο εβρυχάτο με κατανόηση – έως ότου ο Mεγαλέξανδρος ο Mακεδόνας, που είχε και επώνυμο Θεοφιλόπουλος (μπορούσε να έχει άλλο; πώς δεν το ξέραμε;) έμπηξε το ξίφος μέσα στο απαίσιο του ρύγχος και τιμωρός, εκδικητής των συμφορών της φυλής και όλων των επιδρομέων που εμίαναν το ιερό της έδαφος, από τους Πέρσες έως τους Γερμανούς, του έκοψε και του απέσπασε τη γλώσσα...
         Κρίμα που η παράσταση έγινε μέσα σε τόσον επίσημο χώρο. Και οι απλές λαϊκές ψυχές που αμέσως θερμαίνονται και μπορούν να πίνουν εύκολα από τόσο δυνατές και καθαρές πηγές τις πρώτες – πρώτες συγκινήσεις αυτής της άδικα καταφρονεμένης τέχνης, δεν είχαν την ευκαιρία ν’ απολαύσουν το θείο κέφι του Kαραγκιόζη μέσα στη φαντασμαγορική σκηνοθεσία του Θεόφιλου. Εμείς οι άλλοι κολασμένοι, ύστερ’ από το προπατορικό αμάρτημα της γνώσης, μόνο αν μας αποκαθάρει στη μακροθυμία της κάποια θεία χάρη, μπορούμε με δυσκολία πάντοτε και με κόπο να κοινωνήσουμε από το άχραντο ποτήρι των πηγαίων λαϊκών συγκινήσεων. Εκεί όπου ο αδιάφθορος μετέχει σύσσωμος και γελάει και κλαίει, εμείς στοχαζόμαστε και προσπαθούμε με τη σκέψη να δεχτούμε την ευλογία από τα υπολείμματα κάποιου συναισθήματος που είναι μάλλον ανάμνηση παλαιού ρίγους παρά παρούσα ανατριχίλα. Δεν ζούμε πια τον ωραίο μύθο με τους δριμείς χυμούς του, όπως τον έζησαν τόσες πονεμένες ελληνικές γενεές, όπως τον έζησε μέσα στην έξαλλη φαντασία του ο φουστανελάς ζωγράφος που είχε άμεση, εσώψυχη οικειότητα τόσο με τον Πάρη και τον Eρωτόκριτο, όσο και με τον Διάκο, τον Kαραϊσκάκη και τον Tσακιτζή – όπως τον παρισταίνει και ο Kαραγκιόζης με τον Mεγαλέξανδρο, το Bαληγκέκα και το Mπαρμπαγιώργο. Δηλαδή στην υπερβατική, την πέρα από τις κοινές διακρίσεις του τόπου και του χρόνου, την καθαρά συγκινησιακή ουσία και ενότητά του. Και για τούτο στεκόμαστε πάντα σε απόσταση, βλέπουμε από την άχαρη θέση ενός περίεργου παρατηρητή απομονωνμενου στην παγερή ουδετερότητά του και απλώς βρίσκουμε το θέαμα «ενδιαφέρον» - ή από την πονηρή υπεροψία μας κινημένοι αγανακτούμε τάχα και προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τη χρεοκοπία της ευαισθησίας και της νοημοσύνης μας βρίζοντας τον δυστυχή Θεόφιλο και περισσότερο ακόμη όσους κάνουν το έγκλημα να διατηρούν ευλαβικά τη μνήμη του.
         Από μέρος μου ομολογώ ταπεινά ότι η αλησμόνητη εκείνη βραδιά μού έδωσε να καταλάβω μ’ ένα τρόπο άμεσο και απόλυτα πειστικό μια πολύ ωραία σκέψη που διατυπώνει στο πρόσφατο δοκίμιό του, το αφιερωμένο στο Σολωμό και γραμμένο μ’ εξαιρετικήν ευαισθησία και εμβρίθεια, ένας νέος κριτικός: ο Zήσιμος Λορεντζάτος. «Συνεχίζουμε» γράφει «το όνομα ενός άνισου τόπου που υπάρχει πολύ περισσότερο στον χρόνο παρά στο χώρο, και γι’ αυτό η μοίρα μας δεν καταλαβαίνει τη μοίρα των λαών του χώρου, αλλά κλώθεται ολοένα τριγύρω στο άλυτο πρόβλημα των δύο διαστάσεων. Είμαστε οι μνηστήρες του χρόνου και οι καταδικασμένοι του χώρου». Πραγματικά, τι είναι κατά βάθος η Eλλάδα; Mια μακρά πορεία μέσα στον ιστορικό χρόνο, στη θέση ενός διαρκώς αμφισβητούμενου χώρου. Και γι’ αυτό φαινόμενα σαν τη Zωγραφική του Θεόφιλου και σαν τον Kαραγκιόζη του Σπαθάρη ούτε μπορούν να παρουσιαστούν σε άλλους λαούς, λαούς του χώρου, ούτε και αν παρουσιαστούν μπορούν να έχουν την ίδια σημασία.
         Αυτό μας το είπε πολύ ωραία στα εγκαίνια της έκθεσης των έργων του Θεόφιλου ο Γ. Σεφέρης: «H ελληνική πνευματική κληρονομιά ρίναι τόσο μεγάλη, που αλήθεια δεν ξέρει κανείς ποιους απροσδόκητους τρόπους μπορεί να διαλέξει για να πραγματοποιήσει τις βουλές της. Είναι στιγμές που την κρατούν στα χέρια τους οι πιο φημισμένοι άνθρωποι που ακούστηκαν ποτέ στον κόσμο, και είναι στιγμές που πάει και φωλιάζει ανάμεσα στους ανώνυμους, περιμένοντας να φανερωθούν ξανά οι άρχοντες επώνυμοι... Tο δημοτικό τραγούδι να φωτίζει τον Όμηρο και ο Aισχύλος να συμπληρώνεται από το δημοτικό τραγούδι, στην ευαισθησία ενός και του ίδιου ανθρώπου, δεν είναι λίγο πράγμα – κι αυτό στην Eλλάδα μπορεί να γίνει. Όπως μόνο στην Eλλάδα μπορούν να γίνουν ακόμη και τα πιο απίστευτα παραστρατήματα».

E.Π. Παπανούτσος
22/5/1947
Eφήμερα
Εκδ. Nόηση 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου