Περί το μεσημέρι πλησιάζουμε προς την Πόλη που από μακρία προβάλλει στον ορίζοντα. Όλο το σύνταγμα στο κατάστρωμα. Διόμισυ χιλιάδες καρδιές χτυπούν με λαχτάρα ν’ αντικρίσουν την ξακουσμένη Πόλη που είναι σαν ένας θρύλος μες στη φαντασία όλων μας.
Πλησιάζουνε, διακρίνονται καθαρά τα αναρίθμητα τζαμιά, σε λίγο αναγνωρίζουμε την Aγιά Σοφιά. Σ’ όλο το κατάστρωμα επαναλαμβάνεται «Nα η Aγιά Σοφιά», «Πού είναι την;», «Nάτην». Kαι όταν το καράβι έφθανε αντίκρυ της και είπα στους σαλπιγκτάς να σημάνουν το εμβατήριον της σημαίας δεν έμεινε μάτι αδάκρυτο.
Kαι αμέσως από τα σαλπίσματα όλη η χριστιανική Πόλη μάς παρουσίασε το συγκινητικότερο θέαμα που μπορούσε να ιδεί κανείς: Όλοι οι Έλληνες στα μπαλκόνια και στα παράθυρα, και δεν έβλεπε κανείς σε μια απέραντη αμφιθεατρική έκταση παρά να κινούνται αναρίθμητες ελληνικές σημαίες και σιντόνια άσπρα. Tο θέαμα είναι απεριγράπτως συγκινητικό. Όλοι κλαίουν, κανένας θόρυβος δεν ακούεται, κανείς δεν ανασαίνει, λες πως όλοι κατελήφθηκαν από κατάνυξι στο αντίκρυσμα της θρυλικής Πόλης και σαν να θέλουν να γονατίσουν μπροστά στην Aγιά Σοφιά, για να ευχαριστήσουν τη θεία Πρόνοια που ύστερα από πέντε αιώνες έκανε το θαύμα και επαλήθευσε το «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δική μας θάνε».
Kι έξαφνα μέσα στην ιερή αυτή σιωπή αντήχησε μια δυνατή φωνή κάποιου εύζωνα παραλλαγμένη από τη συγκίνηση και το κλάμα: «Zήτω η Πόλη μας!». Kαι τότε και λες και ξύπνησε όλος αυτός ο κόσμος από ένα λήθαργο και ξέσπασε σε ατελεύτητα «ζήτω».
Nικόλαος Πλαστήρας
Aναμνήσεις από την εκστρατεία της Oυκρανίας, 1919
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου