27 Οκτ 2018

Η κηδεία του Παλαμά, του Γιώργου Θεοτοκά

Ένα γεγονός που ξαφνικά, μέσα στο ζόφο της διπλής εχθρικής κατοχής, ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα της Αθήνας και ξεσήκωσε την ψυχή της σ’ ένα θαυμάσιο ξέσπασμα ομαδικής έξαρσης και πίστης ήταν η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Ο θάνατός του ήταν φυσιολογικός δεν είχε καμιά συνάρτηση με την πολεμική κατάσταση. Και, ωστόσο, το λείψανο του εθνικού ποιητή φάνταζε τότε, στα μάτια μας, σαν εντονότατο έμβλημα της εθνικής μας αντίστασης και της μεγάλης κοινής μας λαχτάρας της ελευθερίας.
Στις 27 Φεβρυαρίου 1943, το πρωί, μάθαμε πως ο Παλαμάς είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα, σε ηλικία ογδόντα τεσσάρω χρονώ. Το μεσημέρι πήγα στο σπίτι του, στην Πλάκα, κι είδα το νεκρό που τον είχαν ξαπλωμένο σ’ ένα ντιβάνι, στη μικρή του βιβλιοθήκη. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και σκεπασμένος με ανθισμένα κλαδιά αμυγδαλιάς. Ήταν, θα έλεγε κανείς, ακόμα μικρότερος απ’ ό,τι ξέραμε, σαν τα λείψανα των αγίων. Στην κάμαρα αυτή στεκότανε μόνος ο Στρατής Μυριβήλης που, μόλις μπήκα, γύρισε και μου είπε: «Κοίταξε, τι γλύκα που έχει αυτό το πρόσωπο!» Κι ήταν πράγματι εξαιρετικά γλυκιά η μορφή του, γεμάτη απέραντη πατρική αγάπη. Το απόγευμα ένιωσα την ανάγκη να ξαναπάω να τη ξαναδώ. Έμεινα τότε κάμποση ώρα, με τον Κατσίμπαλη και άλλους φίλους. Είχαν ανάψει κεριά κοντά στο νεκρό, χωρίς άλλο φως. Νόμιζες πως έβλεπες μπροστά σου σα πεθαμένο μισόν αιώνα ελληνικής ζωής.
Εκεί, ο Παλαμάς, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μου φάνηκε Βυζαντινός, βγαλμένος από τα βάθη του βυζαντινού Μεσαίωνα, άνθρωπος της μεγάλης, της πολύδοξης και σοφής Ρωμανίας, βαθύτατα Βυζαντινός στο αίμα του και στην ψυχή του, στη φυλετική και στην πνευματική του καταγωγή. Το πιστεύω σταθερά πως, ανεξάρτητα από την πολυμέρεια κι τις αντιφάσεις του πνεύματός του, ο κεντρικός, ο βαθύτερος πυρήνας της ποιητικής του δημιουργίας ήταν βυζαντινός. Το ίδιο εκείνο απόγευμα, η Ναυσικά Παλαμά μου διηγήθηκε ένα επεισόδιο που μου φαίνεται τώρα χαρακτηριστικό. Δυο ώρες πριν από το θάνατο, δηλαδή κατά τη μια μετά τα μεσάνυχτα άκουσε, μέσα στον ύπνο της, μια βυζαντινή ψαλμωδία. Ξύπνησε, πήγε στην κάμαρα του πατέρα της και τον ήβρε να ψέλνει κοιμισμένος. Του μίλησε, μα δεν την άκουσε κι εξακολούθησε να ψέλνει.
Η Κηδεία έγινε την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου, στις 11 το πρωί, στην εκκλησία του Α’ Νεκροταφείου, όπου μαζεύτηκε πλήθος πολύ. Χοροστάτησε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός που μίλησε ωραία, με πατριωτική συγκίνηση. Ύστερα, στάθηκε κοντά στο φέρετρο ο Άγγελος Σικελιανός και απάγγειλε το γνωστό του ποίημα: Ηχήστε οι σάλπιγγες! που το είχε γράψει την προηγούμενη νύχτα. Το είπε με φωνή βροντερή, μέσα σε λυγμούς που έβγαιναν απ’ το πλήθος. Ήταν σοβαρά άρρωστος κι οι γιατροί του τού είχαν απαγορέψει αυστηρά κάθε κούραση και κάθε έξοδο, μα κανείς δεν μπόρεσε να τον πείσει να πειθαρχήσει στη σύστασή τους. Ένιωθε πως κάποιο ανώτερο χρέος τον καλούσε εκεί. Τρίτος μίλησε ο Σωτήρης Σκίπης, απαγγέλοντας ένα ποίημα που περιείχε στίχους πολύ τολμηρούς και επικίνδυνους για τον ποιητή τους τη στιγμή εκείνη. Αξίζει να σημειωθεί πως παρακολουθούσαν την κηδεία αντιπρόσωποι των πρεσβειών της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Σα τελείωσε η ακολουθία, ο Σικελιανός απομάκρυνε τους νεκροθάφτες και κάλεσε όσους ήταν κοντύτερα να σηκώσουν το φέρετρο, σηκώνοντας αυτός πρώτος. Τον είδα να περνά κοντά μου άσπρος και ονειροπαρμένος, σαν υπνοβάτης. Άκουσα τότε τη Μαρίκα Κοτοπούλη να λέει: «Είναι ο Σικελιανός που θάβει τον Παλαμά!». Κι αυτή η ιδέα την τάραζε, σα να περιείχε ένα συγκλονιστικό συμβολισμό.
Ο τάφος, καθώς είναι γνωστό, βρίσκεται έξω από το παλαιό νεκροταφείο, σε μέρος ανοιχτό, με θέα προς την Αθήνα και την Ακρόπολη. Ήταν όμορφη μέρα, ηλιόλουστη. Μαζεύτηκε εκεί όλο το πλήθος που ήταν στην εκκλησία, καθώς και το πλήθος που είχε μείνει απ’ έξω, σε διάφορα επίπεδα, ανάμεσα στα μάρμαρα και στις πρασινάδες, γιατί το κοιμητήρι, στο σημείο εκείνο, είναι σα κήποι κρεμαστοί. Όταν τελείωσε η ταφή, ήρθαν στρατιώτες Γερμανοί και Ιταλοί και κατέθεσαν στεφάνους, ενώ οι αντιπρόσωποι των πρεσβειών τους χαιρετούσαν με τρόπο φασιστικό. Τότε, χωρίς κανένα σύνθημα, καμιά προηγούμενη συνεννόηση, όλο εκείνο το πλήθος άρχισε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο μ’ ένα πάθος και μιαν ένταση, που δεν φαντάζομαι κανείς που ήταν εκεί να τον άκουσε άλλη φορά στη ζωή του να τραγουδιέται έτσι. Και σαν τελείωσε κι ο ύμνος, από παντού ακούστηκαν οι φωνές: «Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η ελευθερία!» Κι όλες αυτές οι αυθόρμητες πράξεις θαρρούσε κανείς πως υπακούσανε  σ’ ένα ποιητικό ρυθμό.
Κατεβήκαμε προς τη σκλαβωμένη Αθήνα μας, που τη σκίαζαν απ’ την Ακρόπολη οι σημαίες των κατακτητών, με ψυχή περήφανη και χαρούμενη. Τέτοια ήταν η δύναμη του ποιητή που είχαμε κηδέψει και που μας φαινόταν περισσότερο από πάντα ζωντανός.

Γιώργος Θεοτοκάς
Πνευματική πορεία
Εκδόσεις Εστία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου