2 Μαΐ 2021

Ο παπά-Καφάτος

Κοντεύει να ξημερώσει η μέρα της Λαμπρής. Ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά της Κρήτης, τρέχει από χωριό σε χωριό κι ανασταίνει το Χριστό, γρήγορα γρήγορα, γιατί 'ναι πολλά τα χωριά και δεν έχουν παρά αυτό μονάχα παπά και πρέπει να κάμει Ανάσταση σε όλα πριν ξημερώσει. Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ' άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει αγκομαχώντας, φτάνει σ' ένα χωριό, ανασταίνει και χιμάει ξεγλωσσισμένος σ΄άλλο χωριό.

Στο τελευταίο χωριουδάκι, σφηνωμένο μέσα στους βράχους, οι χωριανοί μαζεμένοι στην εκκλησούλα άναψαν τα καντήλια, κουβάλησαν από τη ρεματιά δάφνες και μυρτιές και στόλισαν τα κονίσματα και την πόρτα· κρατούν σβηστά τα κεριά τους και περιμένουν να έρθει ο Μέγας Λόγος ν' ανάψουν.

Και να, μέσα στη σιγαλιά ακούστηκε χαλικισμός, σαν άλογο βιαστικό να σκαρφάλωνε την πλαγιά του βουνού και κύλησαν οι πέτρες. 

- Έρχεται! Έρχεται!

Όλοι πετάχτηκαν έξω· ρόδιζε η ανατολή, ο ουρανός γελούσε. Βαριά ανάσα ακούστηκε, τα τσοπανόσκυλα γάβγισαν χαρούμενα· κι ολομεμιάς, πίσω από ένα σγουρό πουρνάρι, ξεστηθωμένος, μουσκεμένος από τον ιδρώτα, ξαναμμένος από την τρεχάλα, συνεπαρμένος από τους πολλούς Χριστούς πού χε αναστήσει, πετάχτηκε μαύρος, απόκοντος, με ξέπλεκα μαλλιά, ο γερό-Καφάτος.

Τη στιγμή εκείνη πρόβαινε από το φρύδι του βουνού ο ήλιος· έδωκε ένα σάλτο ο παπάς, βρέθηκε ομπρός στους χωριανούς, άνοιξε τις αγκάλες:

- Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά!

Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη ανέστη του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη· δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία· πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά. Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, έσπασαν ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής, δημιουργήθηκαν νόμοι καινούριοι· και να, πρώτη φορά το πρωί εκείνο, ο γερό-Κρητικός, δημιουργώντας μια καινούρια λέξη, ένιωθε πως αληθινά ανέσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό.


Αναφορά στον Γκρέκο

Νίκος Καζαντζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου