26 Σεπ 2021

περί fake news...

Σε ένα σύντομο κείμενο στην ιστοσελίδα Athens Voice διάβασα ότι για το φαινόμενο άρνησης εμβολιασμού αλλά και της ίδιας της πανδημίας ευθύνεται κάποιο εκπαιδευτικό έλλειμμα της μεταπολίτευσης. Το γεγονός δηλαδή της διάδοσης fake news γύρω από πολλά θέματα έχει να κάνει με τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος... Μακάρι να ήταν έτσι..., γιατί το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί πολύ εύκολα.

Το πρόβλημα με τη διάδοση των fake news δεν έχει να κάνει με αυτούς που τα παράγουν αλλά με αυτούς που τα ακολουθούν. Δεν είναι σημερινό φαινόμενο και δεν είναι ελληνικό. Ας θυμηθούμε πόσες χρησιμοποιήθηκαν ψέματα για να δικαιολογηθούν σφαγές· «τα Πρωτόκολλα της Σιών» μου έρχονται εύκολα στο μυαλό. 

Μερικές παρατηρήσεις για τους δικούς μας πλανεμένους:

Οι σημερινοί Έλληνες είναι οι πιο μορφωμένοι και οι πιο εκπαιδευμένοι της ιστορίας μας. Τις περασμένες δεκαετίες υπήρχαν πολύ περισσότεροι αναλφάβητοι, οι δε προλήψεις και δοξασίες σε τοπικό επίπεδο ήταν περισσότερο διαδεδομένες. Παρατηρείται επίσης ότι πολλοί, θεωρητικά μορφωμένοι και εκπαιδευμένοι, να ακολουθούν συνωμοσιολογικές θεωρίες. 

Δεν υπάρχει σημείο στην Ελλάδα που να μην ενημερώνεται άμεσα από το κέντρο. Παντού υπάρχει μια τηλεόραση ή μια γραμμή ίντερνετ όπου εκλαϊκευμένα να δίνονται όλες οι πληροφορίες. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. 

Όλα βέβαια είναι θέμα παιδείας. Πώς γίνεται όμως σε μια εποχή που η επιστήμη και η τεχνολογία θριαμβεύει συνεχώς ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να απορρίπτει την εποχή και να επιστρέφει στον μεσαίωνα ακόμα και για ένα θέμα υγείας;

Μερικές παρατηρήσεις από προσωπική καθαρά εμπειρία:

Οι περισσότεροι συνωμοσιολόγοι (από αυτούς που ξέρω εγώ) είναι ενταγμένοι σε κάποια ομάδα. Μέσα σ' αυτήν ομάδα οι συμμετέχοντες αποκτούν ρόλο, άρα νιώθουν ότι αποκτούν αξία. Νιώθουν ξεχωριστοί. Κατά την άποψή τους υπηρετούν μια αλήθεια και βρίσκουν ένα σκοπό για τη ζωή τους και μια ταυτότητα για τους ίδιους. Πόσα παράλογα και εγκληματικά έχουν συμβεί στην ιστορία από ανθρώπους που φόρεσαν μια στολή ή ένα περιβραχιόνιο... Σ' αυτές τις κλειστές ή και ευρύτερες ομάδες υπάρχει και ένας αρχηγός που κατευθύνει, δίνει οδηγίες και δεν αμφισβητείται ποτέ. Η συνομιλία μαζί του αποτελεί προνόμιο για ανθρώπους που ψάχνουν διέξοδο στα υπαρξιακά τους αδιέξοδα. Δίνει απαντήσεις τόσο απλοϊκές όσο και παράλογες που σε ένα μυαλό που αρνείται πεισματικά να αποφασίσει για τον εαυτό του φαντάζουν αποκάλυψη. Όσο πιο μακρινές είναι οι ιδέες από την εποχή και την πραγματικότητα τόσο πιο γοητευτικές ακούγονται ή συνεχίζουν απλά να επηρεάζουν συμπεριφορές. Το μοτίβο της καθοδήγησης είναι ίδιο πάντα: Μας απειλούν (πάντα υπάρχει ένας εχθρός ορατός ή αόρατος), μας λένε ψέματα, εμείς όμως γνωρίζουμε την αλήθεια και αντιστεκόμαστε ηρωικά γιατί είμαστε ξεχωριστοί. Τα εργαλεία είναι επίσης γνωστά και είναι όμοια με κάθε απόπειρα προπαγάνδας. Το κοινό αυτό διψάει για fake news, τα αναζητεί, τα περιμένει, τα μαθαίνει πρώτο. 

Το ερώτημα όμως παραμένει. Γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί... γιατί τόσοι να ακολουθούν ανθρώπους που μόνο γραφικοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν...; Στις Δημοκρατίες ο καθένας αποφασίζει για τον εαυτό του. Η Δημοκρατία ανέχεται και την γραφικότητα. Στη Δημοκρατία υπάρχουν όμως και θεσμοί που προστατεύουν την κοινωνία και μια πολιτική ή πνευματική ελίτ που την καθοδηγεί. Παλιότερα υπήρχαν θεσμοί οι οποίοι διέθεταν και αξιοπιστία αλλά το περισσότερο ισχύ. Ποιος θα τολμούσε να μη δείξει σεβασμό στη Δικαιοσύνη, στην Ιερά Σύνοδο, στην Αστυνομία ή ακόμα και στον Στρατό. Όποιος έφερε το εθνόσημο ή επέβαλε τον νόμο του Κράτους είχε δύναμη. Τώρα πια δεν υπάρχει θεσμός που να μην βάλλεται. Είναι διαφορετικό να καταδικάζεται δίκαια ένας αστυνομικός για διαφθορά και άλλο με αφορμή αυτόν να απολογείται όλη η Αστυνομία. Είναι διαφορετικό να κατηγορείται και να κρίνεται ένας ιερέας και άλλο να σχολιάζεται αρνητικά το σύνολο αυτών που υπηρετεί τον θεσμό. Επίσης κάποτε υπήρχε και μια πνευματική ελίτ είτε σε τοπικό είτε σε εθνικό επίπεδο που καθοδηγούσε, ο λαός την άκουγε, το λιγότερο είχε ένα ρόλο στην κοινωνία. Τώρα τις περισσότερες φορές αγνοείται και τις υπόλοιπες φορές την αγνοούν. Το δικαίωμα στην κριτική έχει ταυτιστεί με την αυθάδεια. Όλοι ξέρουν περισσότερα από τους γιατρούς ή από τους δικαστές ή από τους δασκάλους...

Θεσμό σε μια προηγμένη κοινωνία αποτελεί και το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Από την μία υπάρχουν αυτοί που δεν το εμπιστεύονται αλλά και αυτοί οι λίγοι που το υπηρετούν αρνούμενοι τα πορίσματα της Επιστήμης. Ο πολίτης όμως χρειάζεται γιατρούς που πιστεύουν στην Επιστήμη τους. Θεσμό αποτελεί και το Εκπαιδευτικό σύστημα. Πώς γίνεται να δείξει ο δάσκαλος επιστημοσύνη όταν αρνείται τα πορίσματα της επιστήμης... Πώς γίνεται να διδάξει «Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή» με την άποψη ή και την υποψία ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις όλου του κόσμου, άρα και η δική μας, συνωμότησαν για να δηλητηριάσουν τους λαούς τους...; Και πώς μπορούν οι υπόλοιποι θεσμοί της Δημοκρατίας μας να τους ανέχονται και να μην προστατεύονται από τις απόψεις τους οι πολίτες...; 

Η επιρροή των θεωριών αυτών δεν φαίνεται μόνο στο ποσοστό αυτών που αρνούνται το εμβόλιο. Έχω ακούσει το «με κρύα καρδιά το έκανα...», στη ΜΕΘ θα έμπαινε με ζεστή καρδιά, το «είμαι υπέρ του εμβολίου και το έκανα αλλά ίσως να αποτελεί εργαλείο για να μειωθεί ο παγκόσμιος πληθυσμός». Επίσης υπάρχουν αυτοί που έκαναν το εμβόλιο αλλά αναγνωρίζουν στους άλλους που δεν το έκαναν ότι διαθέτουν και ισχυρότερη ορθόδοξη χριστιανική πίστη... «αυτοί είναι πολύ πιστοί...» άκουσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι πλέον κάποιοι τους βλέπουν σαν μια συμπαγή ομάδα. Αυτό σημαίνει ότι «χαϊδεύονται» από ιστοσελίδες, τηλεοπτικά κανάλια, σχολιαστές...Τις προηγούμενες μέρες άκουγα αθλητικό ραδιόφωνο που αφού έγινε ο σχολιασμός των ποδοσφαιρικών ειδήσεων μετά ακολούθησε μακρύς σχολιασμός καφενειακού επιπέδου περί εμβολίων τα οποία χαρακτηρίζονταν δηλητήρια... με το μικρόφωνο πάντα στους ακροατές...

Το φαινόμενο είναι πολύπλοκο και ίσως η επιστήμη να ξεχωρίσει πολλές διαφορετικές περιπτώσεις. Ο Δυτικός κόσμος βρίσκεται σε μια μετάβαση. Και όλες οι μεταβάσεις πονάνε, ειδικά όταν υπάρχει μια κρίση αξιοπιστίας των θεσμών. Η ειρωνεία της εποχής βρίσκεται στο γεγονός ότι ταλαιπωρούμαστε εμείς που βρισκόμαστε 20 λεπτά από το εμβολιαστικό κέντρο, ενώ άλλες φτωχές χώρες παρακαλάνε για το εμβόλιο που μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας απορρίπτει. Ουκ επ' άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος...



ΓΚ


2 Μαΐ 2021

Χριστός Ανέστη!

Ει τις ευσεβὴς και φιλόθεος απολαυέτω της καλης ταύτης καὶ λαμπρής πανηγύρεως, 

Ει τις δούλος ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαρὰν του Κυρίου αυτού, 

Ει τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νυν το δηνάριον, 

Ει τις απὸ της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα, 

Ει τις μετὰ την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω, 

Ει τις μετὰ την έκτην έφθασε, μηδὲν αμφιβαλλέτω, και γαρ ουδὲν ζημιούται, 

Ει τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδὲν ενδοιάζων, 

Εἴ τις εἰς μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθῆ τὴν βραδύτητα, φιλότιμος γαρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον, καθάπερ και ητόν πρώτον, αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον απὸ της πρώτης, καὶ τον ύστερον ελεεί, καὶ τον πρώτον θεραπεύει, κἀκείνῳ δίδωσι, και τούτῳ χαρίζεται, 

Και τα έργα δέχεται, και την γνώμην ασπάζεται, 

Καὶ τὴν πράξιν τιμά, καὶ τὴν πρόθεσιν έπαινεῖ, ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου ημῶν, και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθὸν απολαύετε, 

Πλούσιοι και πένητες μέτ' αλλήλων χορεύσατε, 

Εγκρατεῖς καὶ ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε, 

Νηστεύσαντες καὶ μή νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον, 

Η τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες, ο μόσχος πολύς μηδεὶς εξέλθῃ πεινών, 

Πάντες απολαύετε του συμποσίου της πίστεως.

Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος, 

Μηδείς θρηνείτω πενίαν ἐφάνη γαρ η κοινὴ βασιλεία, 

Μηδεὶς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε, 

Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος, 

...

Ανέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες, 

Ανέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Αγγελοι, 

Ανέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται 

Ανέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς ουδεὶς επὶ μνήματος, 

Χριστὸς γαρ εγερθείς εκ νεκρών απαρχὴ των κεκοιμημένων εγένετο, 

Αυτή η δόξα καὶ τὸ κράτος εις τοὺς αιώνας των αιώνων, Ἀμήν.

Ο παπά-Καφάτος

Κοντεύει να ξημερώσει η μέρα της Λαμπρής. Ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά της Κρήτης, τρέχει από χωριό σε χωριό κι ανασταίνει το Χριστό, γρήγορα γρήγορα, γιατί 'ναι πολλά τα χωριά και δεν έχουν παρά αυτό μονάχα παπά και πρέπει να κάμει Ανάσταση σε όλα πριν ξημερώσει. Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ' άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει αγκομαχώντας, φτάνει σ' ένα χωριό, ανασταίνει και χιμάει ξεγλωσσισμένος σ΄άλλο χωριό.

Στο τελευταίο χωριουδάκι, σφηνωμένο μέσα στους βράχους, οι χωριανοί μαζεμένοι στην εκκλησούλα άναψαν τα καντήλια, κουβάλησαν από τη ρεματιά δάφνες και μυρτιές και στόλισαν τα κονίσματα και την πόρτα· κρατούν σβηστά τα κεριά τους και περιμένουν να έρθει ο Μέγας Λόγος ν' ανάψουν.

Και να, μέσα στη σιγαλιά ακούστηκε χαλικισμός, σαν άλογο βιαστικό να σκαρφάλωνε την πλαγιά του βουνού και κύλησαν οι πέτρες. 

- Έρχεται! Έρχεται!

Όλοι πετάχτηκαν έξω· ρόδιζε η ανατολή, ο ουρανός γελούσε. Βαριά ανάσα ακούστηκε, τα τσοπανόσκυλα γάβγισαν χαρούμενα· κι ολομεμιάς, πίσω από ένα σγουρό πουρνάρι, ξεστηθωμένος, μουσκεμένος από τον ιδρώτα, ξαναμμένος από την τρεχάλα, συνεπαρμένος από τους πολλούς Χριστούς πού χε αναστήσει, πετάχτηκε μαύρος, απόκοντος, με ξέπλεκα μαλλιά, ο γερό-Καφάτος.

Τη στιγμή εκείνη πρόβαινε από το φρύδι του βουνού ο ήλιος· έδωκε ένα σάλτο ο παπάς, βρέθηκε ομπρός στους χωριανούς, άνοιξε τις αγκάλες:

- Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά!

Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη ανέστη του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη· δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία· πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά. Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, έσπασαν ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής, δημιουργήθηκαν νόμοι καινούριοι· και να, πρώτη φορά το πρωί εκείνο, ο γερό-Κρητικός, δημιουργώντας μια καινούρια λέξη, ένιωθε πως αληθινά ανέσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό.


Αναφορά στον Γκρέκο

Νίκος Καζαντζάκης

18 Απρ 2020

Το Πάσχα, του Κώστα Ρωμαίου

Ο Κώστας Ρωμαίος (1913 - 1992) ήταν Έλληνας λαογράφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός, σημαντικός μελετητής του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και του δημοτικού τραγουδιού.

Για το Πάσχα, που είναι η μεγαλύτερη γιορτή του ελληνικού λαού, πρέπει να γραφεί κάποτε μια διεξοδική μελέτη, αντάξια στην πρώτη και στη μεγάλη αυτή γιορτή των μεσογειακών λαών. Σήμερα, μας αρκεί να γνωρίσουμε μερικά από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της.
Την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ελληνικού Πάσχα την αποτελούν πολλά και διαφορετικά έθιμα, όλα όμως έχουν τη δική τους σφραγίδα, αξία και ποικιλία, και όλα έχουν τις ρίζες τους μέσα σε παράδοση αιώνων ή ακόμα και χιλιετηρίδων.
Πρώτη ομάδα αποτελούν οι ιδιότυποι χαιρετισμοί, όπως π.χ. το «Χριστός Ανέστη» και η τυπική ανταπάντηση «Αληθώς Ανέστη» ή «Αληθώς ο Κύριος». Η συμβολική, ακόμη από εθνική πλευρά, σημασία τους είναι σ' όλους γνωστή, διότι αιώνες τώρα η ευχή «Καλή Ανάσταση» χρησιμοποιείται, για να σημαίνει τον εθνικό ξεσηκωμό εναντίον κάθε εχθρικής τυραννίας. Η ευχή αυτή αποτελεί τη θερμότερη παρηγοριά και κλείνει την πιο αγαπημένη ελπίδα για οποιασδήποτε νεότερης εποχής και περιοχής υπόδουλους Έλληνες. Από τ' άλλο μέρος, πόσες φορές το Χριστός Ανέστη δεν έχει με λαχτάρα ψυχής ειπωθεί από Έλληνες σε Έλληνες σε μέρες που έτυχε να γιορτάζουμε κάποια νωπή εθνική ανάσταση! Για μια ακόμη φορά, και μάλιστα όχι μόνο στα έθιμα και στις δοξασίες, αλλά και σ' αυτά τα τυπικά γλωσσικά μέσα επικοινωνίας, επαληθεύεται το γεγονός ότι στην Ελλάδα θρησκεία και έθνος έχουν παλιά και στενή την αλληλεπίδρασή τους.
Δεύτερη ιδιότυπη, όμως καθαρά ελληνική, ομάδα πασχαλινών εθίμων είναι αυτή, που την αποκαλούν τα κουλούρια, τα τσουρέκια, τα κόκκινα αυγά και οι μεγάλες κουλούρες, αυτές που έχουν ένα σταυρό στη μέση και ένα κόκκινο αυγό πάνω στο δέντρο του σταυρού. Στα ψωμιά των Χριστουγέννων, τα Χριστόψωμα όπως λέγονται, αντιστοιχούν τώρα οι Λαμπριάτικες κουλούρες, πλασμένες με τέχνη, γαρνιρισμένες με κεντίδια και αλειμμένες με άφθονο κρόκο αυγού. Τα είδη αυτά - κόκκινα αυγά, κουλούρια και κουλούρες - είναι και τα ιερότερα δώρα, που συνηθίζουμε τη Λαμπρή να χαρίζουμε ο ένας στον άλλο και που περικλείνουν το συμβολικό νόημα της ευτυχίας, ακριβώς της ίδιας εκείνης που την εκφράζουν οι λόγοι και οι ευχές με τις οποίες συνοδεύουμε το χάρισμά τους.
Τέτοια δώρα, μαζί με τη λαμπάδα του μικρού, χαρίζει η νουνά στον αναδεξιμιό της. Τέτοια δώρα πηγαίνουν και οι βαφτιστικοί στον νουνό τους. Τέτοια χαρίζουμε συμβολικά και μεις στους επισκέπτες του σπιτιού μας, φίλους και συγγενείς. Όπως τέτοια χαρίζουμε ακόμη και στους τάφους των νεκρών μας, όταν τη Δευτέρα της Λαμπρής πηγαίνουμε και πλάι στον ξύλινο σταυρό τους αποθέτουμε λίγα κόκκινα αυγά. Τους κάνουμε Πάσχα εκείνες τις στιγμές, ουσιαστικά δηλαδή, μαζί με το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου, τους ανακοινώνουμε έμμεσα και την ιδιάζουσα και συμβολική σημασία που έχει και για όλους τους αγαπημένους νεκρούς το σπουδαίο νέο της Ανάστασης, μια έννοια γενικού ξαναγεννημού, καλύτερου και πιο τυχερού, πιο ευτυχισμένου από τη ζωή που έως τώρα γνωρίσαμε, περικλείει για όλους, ζωντανούς και νεκρούς, το κόκκινο αυγό. Ισχύει για όλους η γνωστή αρχαία τελεστική φράση: Έφυγον κακόν, εύρον άμεινον!
Τρίτη έκφραση της ιδιαίτερα ελληνικής φυσιογνωμίας του Πάσχα είναι ο περίφημος οβελίας. Ο τρόπος προπαρασκευής, της ετοιμασίας και του συμποσίου που επακολουθεί, οδηγούν όλα προς την ίδια αρχή. Ο οβελίας είναι το ιερό σφάγιο της οικογένειας και γύρω του θα συγκεντρώσει τις θερμές ευχές των στενών συγγενών και των φίλων, σε ένα είδος θυσίας και σπονδής ουσιαστικά πάρα πολύ όμοιας με τις αρχαίες οικογενειακές θυσίες και τις σπονδές οίνου. Το αρνί που θα σφαχτεί το Πάσχα ξεχωρίζεται πριν ένα δυο μήνες από την κάθε αγροτική ποιμενική οικογένεια. Φέρνει το νέο όνομα ο Λαμπριάτης, που δείχνει τον προορισμό του. Ενώ όλα τα άλλα νεογέννητα αρνιά κλείνονται μέσα σε ιδιαίτερο μαντρί, όταν για βοσκή πηγαίνουν οι μανάδες τους, εξαίρεση μοναδική αποτελεί ο Λαμπριάτης, που αφήνεται ελεύθερος να συνοδεύει στη βοσκή τις μανάδες όλων και άφθονο να πίνει απ' όλες γάλα. 
Τέταρτο έθιμο είναι το σχετικό με το νέο φως ή, αλλιώς, το άγιο φως. Θα σβήσουν όλα τ' άλλα φώτα και θα απομείνει μόνο το ακοίμητο φως, που υπάρχει πάνω στην Αγία Τράπεζα, γεμάτο ιερή δύναμη, ικανή να προκαλεί αποτελεσματικούς καθαρμούς. Φέρνει μαζί του το φως αυτό την ευτυχία της Ανάστασης και, μπαίνοντας στο σπίτι μας, σε κάθε ελληνικό σπίτι, σκορπίζει πολλή μέρος από την άγια χάρη του και από τη δύναμή του. Είναι η δύναμη που προέρχεται από το γεγονός ότι πρόκειται για ένα φως που βρίσκεται μέσα στο Ιερό, μέσα στο άδυτο του ναού, που καίει ασταμάτητο πάνω στον χριστιανικό βωμό, γι' αυτό και ονομάζεται Άγιο φως και ακοίμητο φως. Αλλά, παράλληλα, κρύβει μέσα του την πίστη ότι είναι ένα φως που αναπήδησε από τον τάφο του Κυρίου που άνοιξε και έδωσε την Ανάσταση, φως νέο, που θυμίζει το ιερό πυρ που ξεπηδούσε στους Δελφούς από το χάσμα και τον τάφο του θεού. Αυτό το φως, γιατί είναι νέο, γι' αυτό και ονομάζεται Νέο φως, και γιατί έχει μεγάλη δύναμη άγιου καθαρμού, όμοιου με την καινούρια φωτιά που ανάβεται σε καιρούς επιζωοτίας, για να σώσει τα ποίμνια, γι' αυτό και ονομάζεται με το όμοιο όνομα το καινούριο φως. 
Συγκινητικές γίνονται σκηνές και σε μας στην πολιτεία, αλλά πιο πολύ στους άλλους στα χωριά και στις μακρινές στάνες και στους ερημικούς καταυλισμούς. Σ' όλο το διάστημα της μεταφοράς του, σ' όλο το δρόμο, ώσπου να φτάσουμε μέσα στο σπίτι, μέγαρο ή καλύβα, το φροντίζουμε το Άγιο τούτο φως με στοργή και με κάποιαν αγωνία μήπως και μας σβήσει μεσοστρατίς. Βαθιές οι ρίζες της φυλής μας. Πρόγονοί μας σ΄αυτή τη συνήθεια είναι οι μακρινοί εκείνοι Άποικοι της αρχαίας Ελλάδας, που όταν έφευγαν για μακριά, είχαν από τις εστίες των πατρώων θεών τους παρμένο το ιερό φως, το Άγιο φως τους, και με αγωνία πολύ πιο δραματική από τη δική μας σήμερα το πήγαιναν σ' όλο το δρόμο τους, διαρκώς φροντίζοντας να το διατηρούν άσβηστο κοντά τους, προστάτη τους και βοηθό τους, για να τους συντροφεύει, για να διώχνει μακριά το κάθε δαιμονικό κακό και, αλεξίκακο, να σκέπει και να σώζει τις νέες κατοικίες.
Ανάλογα και εμείς σήμερα, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι μας, δε λησμονούμε με τη μουτζούρα, που βγάζει ο καπνός της αναστάσιμης λαμπάδας, να φτιάξουμε πάνω στ' ανώφλι της πόρτας του σπιτιού ένα σταυρό. Αυτός ο σταυρός, ας είναι μαύρος και ακαλαίσθητος, έτσι σε τέτοια σπουδαία νύχτα που έγινε και μάλιστα μ' ένα τέτοιο φως, θα συνεχίζει ολοχρονίς, σα πιστός του σπιτιού μας και της εισόδου του φύλακας, να προστατεύει και να εφορεύη της εισόδου. Πλαισιωμένο με τέτοιες ιδέες και τέτοιες αντίστοιχες πράξεις, πως να μην έχει λοιπόν την ιδιαίτερη ελληνική φυσιογνωμία του το Πάσχα του ελληνικού λαού;
Αξίζει, πολύ μάλιστα, να προσέξει κανείς και που αλλού χρησιμοποιείται το Άγιο τούτο φως. Ζυγώνουν την αναμμένη λαμπάδα στα ζώα του στάβλου και στα δέντρα του κήπου. Τα καρπερά τα χαιρετούν με το χαιρετισμό Χριστός Ανέστη, δέντρα μου!, τα άκαρπα, ζυγώνοντας τη λαμπάδα, τα φοβερίζουν πως θα τα κάψουν ή θα τα κόψουν, αν δεν κάμουν καρπό. Το ίδιο και στα ζώα, ζυγώνουν κοντά την αναμμένη λαμπάδα και τα καίνε λίγο, τα τσουρουφλίζουν! Αυτό δίνει για το νέο χρόνο υγεία, ευτυχία, γούρι. Γούρι ακόμη θεωρούν, αν θα τσουρουφλιστεί κανείς «κατά τύχη» με το καινούριο φως, την ώρα της τελετής στην εκκλησιά. Αλλά τώρα μπορούμε να κατανοήσουμε πληρέστερα τι αρχικά ήταν ο σταυρός που γίνεται στο ανώφλι της εισόδου του σπιτιού. Ήταν ένα τσουρούφλισμα όλου του σπιτιού σαν χτιρίου, για να εξασφαλιστεί το γούρι με τη συμβολική συμμετοχή στο ολοκαύτωμα, στη θυσία που προηγείται και στον καθαρμό και την αναγέννηση, την Ανάσταση, που σίγουρη επακολουθεί.
Άλλο χαρακτηριστικό του ελληνικού Πάσχα είναι το έθιμο της Αγάπης, που γίνεται στη δεύτερη Ανάσταση, το απόγευμα της Κυριακής. Το έθιμο τούτο εκφράζει ανωτερότητα ψυχική και ανθρωπισμό υψηλό. Στο τέλος της θρησκευτικής τελετής συνηθίζεται καθένας να χαιρετά και να φιλιέται με τον παπά, και αμέσως να παίρνει πλάι εκεί σειρά, καρτερώντας όλους τους άλλους συγχωριανούς του να περάσουν, να φιλήσουν και να φιληθούν σταυρωτά στα μάγουλα με τους συμπατριώτές τους και ν' ανταλλάξουν μαζί τους θερμές ευχές και αντευχές. Το έθιμο είναι γενικό, και βλέπει κανείς τη σειρά των ανθρώπων διαρκώς να μακραίνει και ολόκληρους να κάνει γύρους μέσα στην εκκλησιά ή έξω στο προαύλιο. Πάρα πολλές φορές το έθιμο τούτο έχει γίνει και γίνεται αιτία να σκορπίσουν πολλά, μικρά και μεγάλα, σύννεφα, που από μήνες είχαν μόνιμα μαζευτεί ανάμεσα σε διάφορα άτομα της ίδιας κοινότητας. Εύκολα λοιπόν κατανοεί κανείς το βαθύτερο κοινωνικό νόημα που κλείνει και το εκφράζει το ελληνικό τούτο έθιμο της Αγάπης του Πάσχα, μια θρησκευτική ευκαιρία, για ν' αγαπήσουν μεταξύ τους όλοι όσοι θα τύχει να έχουν ψυχρανθεί.

Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη
Πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Έτσι γράφει ο εθνικός μας ποιητής για τη μέρα της Λαμπρής. Και ήταν πραγματικά το παλιότερο έθιμο ένα φίλημα στα χείλη. Ίδιο φίλημα έδιναν και όσοι πήγαιναν στην εκκλησιά και, μπροστά στις εικόνες και με όρκο φρικτό στις εικόνες, που τις καλούσαν μάρτυρες, γίνονταν αδερφοποιτοί, με ειδική τελετή που την έκανε ο παπάς και που συνηθιζόταν να γίνεται ιδίως τη μέρα του Πάσχα. Γιατί όμως συνηθιζόταν να γίνεται τη μέρα εκείνη το έθιμο της αδελφοποιίας; Διότι τότε γίνεται η Αγάπη, ένα όνομα που έρχεται από τα πρωτοχριστιανικά έθιμα κοινών συμποσίων και φτάνει έως τώρα με τη μορφή της χριστιανικής αλληλοσυγχώρεσης. Και διότι τη μέρα του Πάσχα όλοι γινόμαστε αδερφοί, ακολουθώντας παλιά χριστιανική παράδοση, που και τους εχθρούς προσφωνούσαν «αδελφούς» και όλοι προχωρούσαν στον εναγκαλισμό και και τον αμοιβαίο ασπασμό. Το σχετικό πασχαλινό κείμενο είναι σ' όλους γνωστό: «Είπωμεν αδελφοί... και αλλήλους περιπτυξώμεθα...»
Υπάρχουν και άλλα πολλά και ποικίλα έθιμα που πλαισιώνουν το Πάσχα του ελληνικού λαού. Αλλά και αυτά που είδαμε πιο πάνω και άλλα όσα δεν αναφέραμε, όλα τονίζουν από κοινού την ίδια γενική φυσιογνωμία του ελληνικού Πάσχα σαν μιας κοινής γιορτής, που τη χαρακτηρίζει όχι ο στείρος ατομικισμός, αλλά η συναδέλφωση και το ενδιαφέρον όλων για να εξασφαλιστεί η προκοπή και η ομαδική ευτυχία της οικογένειας, των φίλων και των συγγενών της, και τελικά ολόκληρης της κοινότητας.

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (β΄γυμνασίου)
ΟΕΔΒ
Αθήνα, 1980

12 Οκτ 2019

Γκρεκομάνοι

Καπετάν Κώττας
(Κώττας Χρήστου)
Στη Μακεδονία του 1904, έτος που ξεκίνησε ο Μακεδονικός Αγώνας, υπήρχαν και πολλοί βουλγαρόφωνοι Έλληνες Μακεδονομάχοι. Ήταν οι περίφημοι Γκρεκομάνοι (ο χαρακτηρισμός είναι βουλγαρικός). Αυτοί οι πληθυσμοί, πολλοί Αρβανίτες και Βλάχοι, κατοικούσαν στη «μεσαία ζώνη της Μακεδονίας» και αποτελούσαν τον κύριο στόχο της Βουλγαρίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μακεδονομάχος Καπετάν Κώττας (Κώττας Χρήστου). Ο επικεφαλής των Βουλγάρων ανταρτών της Θράκης Γκέρτσικοφ έκανε τις ακόλουθες διαπιστώσεις για τους Γκρεκομάνους που υπολόγιζε στα των σλαβόφωνων κατοίκων της Μακεδονίας. 
«Η γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμα του, η νοοτροπία του, η φορεσιά του, οι σπιτικές συνήθειες, όλα του φωνάζουν τη βουλγαρική του καταγωγή. Κι όμως μένει κολλημένος  σα το στρείδι στη πατριαρχική και ενωμένος στην ελληνική ιδέα. Γι’ αυτή είναι έτοιμος να θυσιαστεί.Ανοίγουμε στα χωριά του βουλγαρικά σχολεία και τα συντηρούμε, τους στέλνουμε Βούλγαρους παπάδες και δασκάλους που τους πληρώνουμε εμείς, συντηρούμε φτωχές οικογένειες. Τίποτε. Πληρώνουν μόνοι τους παπάδες και δασκάλους που τους στέλνει το Πατριαρχείο της Πόλης, και βλέπεις ένα μοναδικό, ένα ακατανόητο φαινόμενο για κάθε λογικό άνθρωπο, έστω κι αν δεν είναι Βούλγαρος. Στις μεγάλες χριστιανικές γιορτές, στους γάμους και τα βαφτίσια τους, όταν στρώνονται στο τραπέζι με συγγενείς και φίλους δεν εύχονται για την απελευθέρωση τους από τον τουρκικό στρατό και την ένωση τους με την μεγάλη πατρίδα αλλά τους ακούς να διαδηλώνουν τα αισθήματά τους με τα λόγια «Ζήτω η Ορθοδοξία» δηλαδή Ζήτω το Πατριαρχείο, Ζήτω ο Ελληνισμός.»

Το κείμενο της αναφοράς του Γκέρτσικοφ  το πήρα από το πολύ καλό ντοκιμαντέρ για τον Μακεδονικό Αγώνα του Cosmote History.

24 Ιουλ 2019

Περί εκλογών...

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα είχαμε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε 6 εβδομάδες. Και για πρώτη φορά επίσης αυτές οι εκλογές έφεραν μια διαφορετική πολιτική αλλαγή. 
Η ΝΔ κατάφερε να κερδίσει τις 12 από τις 13 περιφέρειες, και τους περισσότερους Δήμους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα  επικράτησε με μεγάλη διαφορά όπως στην Περιφέρεια Αττικής, στην Κεντρική Μακεδονία, στον Δήμο της Αθήνας αλλά και στον Δήμο Θεσσαλονίκης όπου η Κεντροδεξιά κατέβηκε διασπασμένη με την υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ να έρχεται τέταρτη. Την ίδια μέρα στις ευρωεκλογές κατέκτησε μια πρωτιά με 9,5 μονάδες  διαφορά αναγκάζοντας την κυβέρνηση να αποχωρήσει προκηρύσσοντας εκλογές· γιατί, όταν μια κυβέρνηση προκηρύσσει εκλογές μετά από μια μεγάλη ήττα, τις κάνει για να φύγει, όχι για να τις κερδίσει. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών ήταν προδιαγεγραμμένο όπως και η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία της ΝΔ και γι’ αυτό δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κάποιος την πραγματική επιρροή των κομμάτων.

6 Απρ 2019

Η πρώτη μέρα της Γερμανικής Κατοχής, του Γ.Θ. Βαφόπουλου

-->
       Οι Γερμανοί είχαν χτυπήσει τη «Γραμμή Μεταξά» στην Ανατολική Μακεδονία. Και στην Αλβανία το πολεμικό μέτωπο, που κράτησε με γενναιότητα πέντε ολόκληρους μήνες, τώρα βρισκόταν σε διάλυση. Η Ελλάδα κατέρρεε μέσα σε λίγες μέρες. Νέα δάκρυα στα μάτια των μαννάδων, καινούργια αγωνία στις ψυχές όλων μας. Είχε φτάσει κι’ όλας η φήμη, πως οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών προχωρούσαν προς τη Θεσσαλονίκη. Ο στρατός της Αλβανίας οπισθοχωρούσε διαλυμένος. Μια διάδοση πως οι Γερμανοί θα αιχμαλώτιζαν όλους τους νέους ανθρώπους και τους εφήβους ακόμα, γέμισε τα σπίτια με απελπισία. Οι Αρχές διέλυσαν τις υπηρεσίες τους, ο Δήμαρχος ετοιμαζόταν να φύγει, οι νέοι πήραν τον δρόμο προς τον Όλυμπο, όπου λέγανε πως ο στρατός με τους λίγους Εγγλέζους θα σταματούσε την προέλαση του εχθρού.
            Μέσα στην τούτη την παραζάλη, σε τούτη τη σύγχυση των πάντων, έτρεξα στο συνεργείο των αυτοκινήτων του Δήμου. Ετοίμαζαν τα αυτοκίνητα του Δημάρχου και των άλλων δημοτικών παραγόντων, που θάφευγαν την άλλη μέρα το πρωί. Κατάφερα να εξασφαλίσω μια θέση σ’ αυτά και γύρισα γρήγορα στο σπίτι να ετοιμάσω μια πρόχειρη βαλίτσα. Οι δικοί μου βρισκόντανε σε απόγνωση. Η Σούλα, η «μικρή μου αρραβωνιαστικιά», ειδοποιημένη είχεν έρθει στο σπίτι μας και με κοιτούσε και εκείνη απελπισμένη. Όμως όλες τούτες οι ετοιμασίες ήσαν πια μάταιες, γιατί την ίδια εκείνη νύχτα, κάτι δημοτικές «ατσίδες» είχαν πάρει τα αυτοκίνητα, δίχως το Δήμαρχο και τις Δημοτικές Αρχές, και τώρα τρέχανε προς την Αθήνα, όπου προσδοκούσανε να βρούνε καταφύγιο. Και την άλλη μέρα πολύ πρωί, καθώς είχα βγει από το σπίτι μου, για να πάω στο συνεργείο των αυτοκινήτων του Δήμου, είδα ξαφνικά στο βάθος της παραλίας, να περνά αστραπή μια πολύ γνώριμη σιλουέτα, που τόσες φορές την είχαμε δει στις εφημερίδες και στα «επίκαιρα» των κινηματογράφων. Ήταν μια μοτοσυκλέτα, που φορούσε το γνωστό κράνος του τρίτου Γερμανικού Ράιχ, το φοβερό εκείνο κράνος, που μελλόταν να σκεπάσει τον δύσμοιρο τόπο μας για τριάμισι ολόκληρα χρόνια. Ήταν πια φανερό πως η Θεσσαλονίκη είχε πια καταληφθεί. Γύρισα σπίτι, βυθισμένος στην έσχατη απελπισία. Κλαίγαμε τώρα όλοι την καινούργια μας μοίρα. Τι θα γινόμασταν; Πού ήσαν τα αδέρφια μας;
            Στη Θεσσαλονίκη μπήκαν οι Γερμανοί το πρωί στις 7 Απριλίου 1941. Οι πολεμικοί τύποι όριζαν πως η πόλη έπρεπε να παραδοθεί επισήμως από τις Ελληνικές Αρχές. Και στην είσοδο της πόλης, κοντά στην πλατεία Βαρδαρίου, ο Δήμαρχος Μερκουρίου περίμενε τον Στρατάρχη Λιστ. Ο καθηγητής Περικλής Βιζουκίδης έκαμε τον διερμηνέα και προσφώνησε το Γερμανό Στρατάρχη. Κι ο γερό-Μερκουρίου, με βουρκωμένα μάτια, γύρισε στο σπίτι του. Και σε λίγην ώρα ο απριλιάτικος ουρανός γέμισε από τεράστια σιδερένια πουλιά. Βούιζε όλο το στερέωμα πάνω από την πόλη, οι κινητήρες τράνταζαν τα τζάμια των σπιτιών, σμήνη ολόκληρα πετούσαν πάνω από τις στέγες, έφευγαν κ’ έρχονταν άλλα πίσω τους και πάλι ξαναέρχονταν κ’ έπλεκαν πάνω από την πτοημένη πόλη ένα φοβερό δίχτυ από σίδερο, αγκυλωτούς σταυρούς και βρυχηθμούς τεράτων της αποκαλύψεως.
            Όλη τούτη η επίδειξη της δύναμης του Γ’ Ράιχ ήτανε μέσα στο σχέδιο της κατοχής, γιατί την ίδια ώρα κ’ ένα άλλο σιδερένιο δίχτυ μ’ αγκυλωτούς σταυρούς, πλεκόταν μέσα στην πόλη από τις μηχανοκίνητες φάλαγγες του Στρατάρχου Λιστ. Εκατοσταριές τα αυτοκίνητα περνούσαν από τους μεγάλους δρόμους, φτάνανε στο τέρμα και ξαναγυρνούσαν πάλι, έφευγαν και ξαναέρχονταν κι ο κόσμος, μαζευμένος στα πεζοδρόμια, παρακολουθούσε με δέος τούτο το αλλόκοτο θέαμα. Και τότε τα στόματα της «πέμπτης φάλαγγος» εύρισκαν την ευκαιρία να μιλήσουν. Και λέγανε πως όλες εκείνες οι φήμες για την ανέχεια των Γερμανών, για την έλλειψη βενζίνας, ήσαν φθηνή προπαγάνδα των Εγγλέζων, αφού τώρα το βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια, πόση σπατάλη βενζίνας έκαμνε ο τρομερός τούτος στρατός, που φορούσε τις καλοραμμένες στολές και μαύρες καινούργιες μπότες.
            Στεκόμουνα στο πεζοδρόμιο της «Αστόριας», βουβός από κατάπληξη και οδύνη, κι όταν σε μια στιγμή θέλησα να καθήσω, για να ξαποστάσω το κουρασμένο σώμα, άκουσα ένα φιλικό κάλεσμα. Γνώρισα την πάντοτε βραχνή φωνή ενός παλιού περιστασιακού φίλου της παρέας μας. Ήταν ο Νίκος Μακρής, ποιητής από τα νιάτα του, δικηγόρος σπουδαγμένος στη Γερμανία, θαυμαστής απόλυτος, δίχως μέτρο, του γερμανικού πνεύματος και του κάθε πράγματος που γεννούσε η χώρα του Γ’ Ράιχ.
            Όταν πριν από λίγους μήνες επιστρέφαμε μαζί με το Νίκο Μακρή από το νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν ο Στέλιος Ξεφλούδας, ο μεγάλος εκείνος θαυμαστής του Γκαίτε και του Χίτλερ έδειχνε πως ήταν ο μόνος ίσως Έλληνας, που κατηγορούσε φανερά τον Μεταξά, για την αφροσύνη του να δεχθεί τον πόλεμο με τον ένα συναίτερο του Άξονος. Κ’ ήταν ο ίδιος αυτός που είχε πρωτύτερα επικροτήσει ανεπιφύλακτα τη δικτατορία του Μεταξά. Και τώρα, την ώρα της νέας τούτης συμφοράς, καθισμένος σ’ ένα τραπέζι της «Αστόριας» , στο κέντρο μιας παρέας ανθρώπων που χαχάνιζαν, με καλούσε φιλικά να μου εκφράσει τη μεγάλη του ικανοποίηση, για την απροσδόκητη τούτη τύχη της Ελλάδας. Με συνέστησε, με ύφος προστατευτικό, στα μέλη εκείνα της «πέμπτης φάλαγγος», πούδειχναν την ίδια ικανοποίηση για το αποτέλεσμα του «εθνικού» τους έργου. Και τους είπε πως ήμουν ένας τίμιος Έλληνας, από εκείνους τους παραπλανημένους και ρομαντικούς, αλλά η τιμιότητά μου θα με υποχρέωνε να δω κατάματα την αλήθεια. Κ’ εγώ στην αμηχανία μου ψιθύρισα, πως τώρα, πριν απ’ όλα έπρεπε να ιδούμε την Ελλάδα. Κ’ εκείνος δήλωσε κατηγορηματικά, πώς δεν έπρεπε να γελιέμαι, γιατί τώρα η Ελλάδα γιόρταζε την πρώτη μέρα της ελευθερίας της.
            Έφυγα γεμάτος φρίκη και απελπισία. Απέφυγα να συναντήσω ξανά τούτο τον ρομαντικό της γερμανολατρείας. Και τόφερε κάποτε η τύχη, ύστερ’ από μήνες, να βρεθώ στον δρόμο του. Στο μεταξύ αυτό είχαν γίνει οι πρώτοι τουφεκισμοί κ’ είχαν εκδηλωθεί οι αγριότητες των κατακτητών, με τις επιτάξεις των σπιτιών και των γραφείων των Ελλήνων. Ήμουν περίεργος να διαπιστώσω το βαθμό της αντοχής της γερμανοφιλίας τούτου του φανατικού. Μου διηγήθηκε γεμάτος οργή πως οι Γερμανοί τού είχαν πάρει όλα τα έπιπλα του δικηγορικού του γραφείου. Κ’ είχε κάμει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζητώντας αποζημίωση, γιατί οι υπηρεσίες του δεν είχαν προλάβει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του γερμανικού στρατού, που έκαμνε τώρα ένα σκληρό πόλεμο για την ευτυχία της ανθρωπότητας. Το Ελληνικό Κράτος είχε την ευθύνη, που με την αμέλειά του κ’ ίσως και την κακή του θέληση, ανάγκαζε τους Γερμανούς να παίρνουν μόνοι τους, εκείνο που έπρεπε να τους δοθεί. Αργότερα ο φανατικός αυτός μπήκε διερμηνέας στη Γερμανική Γκεστάπο. (…) Ο παλιός ποιητής Νίκος Μακρής είχε κακό τέλος. Ακολούθησε στην υποχώρηση τους Γερμανούς. Και μετά τη λήξη του πολέμου έφθασε η φήμη πως είχε σκοτωθεί σ’ ένα βομβαρδισμό του Αμβούργου.
            Το απόγευμα της ίδιας μέρας πήγα να επισκοπήσω την περιοχή της Χ.Α.Ν. Ανέβηκα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, πούταν τώρα έρημη, κι όλη τούτη η ερημιά της δέθηκε κόμπος στην καρδιά μου. Στο πάτωμα ήσαν σκορπισμένα βιβλία, όσα μπορέσαμε να περιμαζέψουμε από τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχαν αρχίσει να διαλύονται από μέρες. Έκλεισα και κατέβηκα στο πρώτο πάτωμα. Εκεί, από την αρχή του πολέμου είχε μεταφερθεί η Διεύθυνση της Αστυνομίας και τώρα όλος εκείνος ο χώρος ήταν βυθισμένος στην ερημιά. Πλησίασα σε μιαν ανοιχτή θύρα και στάθηκα. Ένας αξιωματικός καθόταν μόνος στο γραφείο του, με το πρόσωπο βυθισμένο στις παλάμες του. Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Τον γνώρισα. Ήταν ο ταγματάρχης της χωροφυλακής Τσαούσης, υποδιευθυντής τότε της Αστυνομίας. Με ρώτησε τι ζητούσα. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Είπα τραυλίζοντας, έτοιμος να ξεσπάσω στο κλάμα, πως δε ζητούσα τίποτε. Ήθελα απλώς να ιδώ από κοντά έναν Έλληνα αξιωματικό, γιατί δεν ήξερα αν θα ξαναέβλεπα πια τούτη τη δοξασμένη στολή. Εκείνος σηκώθηκε με βουρκωμένα μάτια κ’ εγώ προχώρησα μέσα. Και τότες ανέβηκε το κλάμα στα μάτια μας κι άρχισαν τ’ αναφιλητά να τραντάζουν το κορμί μας. Κλάψαμε σα μικρά παιδιά, δίχως ντροπή, σφίξαμε ο ένας τα χέρια του άλλου, γιατί τώρα νοιώθαμε τη μεγάλη μας ορφάνια, ήμασταν δυο πονεμένα παιδιά, που θρηνούσαν πάνω στο φέρετρο της Ελλάδας. Τότε τόχα κάμει για πρώτη φορά συνείδηση, πόσο βαθιά, πόσο τρυφερά αγαπούσα τούτη τη σταυρωμένη πατρίδα μου.

Γ.Θ. Βαφόπουλος
Σελίδες Αυτοβιογραφίας
Η Ανάσταση