29 Φεβ 2016

Anatevka, Fiddler on the roof

Για τον Ελληνισμό..., Γιώργος Σεφέρης

Τετάρτη, 5 Ιανουαρίου [1938]. Αθήνα

Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει.
Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα μ' εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί.

Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει ν' αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός — αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα.

Δεν πιστεύω σ' αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων — πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ' από χιλιάδες χρόνια, σ' αυτή τη γλώσσα.

Γι' αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα.


[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 95]

26 Φεβ 2016

Ο ελληνισμός χωρίς πρόταση κινδυνεύει, του Παντελή Σαββίδη


Μια συζήτηση με τον Χρήστο Γιανναρά σού δημιουργεί την αίσθηση ικανοποίησης αλλά και μελαγχολίας. Ικανοποίησης γι’ αυτά που θα ακούσεις και τον τρόπο που θα τα ακούσεις, και μελαγχολίας διότι δεν είναι πολλές –ούτε καν αρκετές– οι περιπτώσεις της νεότερης γενιάς που να μπορούν να τάμουν με τον ίδιο αναλυτικό και βαθύ στοχασμό τα ζητήματα που απασχολούν σήμερα τον άνθρωπο και την ύπαρξή του.

Όχι πως δεν υπάρχουν και νεαρότεροι, όπως ο Θόδωρος Ζιάκας ή ο Θεοφάνης Τάσης, που έχουν αξιολογότατη παρουσία στον δημόσιο λόγο. Αλλά δεν αρκούν αριθμητικά. Διότι για να μπορέσει να υπάρξει ο ελληνισμός πρέπει να καταθέσει πρόταση ιδιοπροσωπίας. Και η κατάθεση πρότασης είναι μια δύσκολη άσκηση που προϋποθέτει μετοχή αλλά και συμμετοχή. Φοβάμαι πως οι συμμετοχές είναι αριθμητικά λίγες.

Από το 147 π.Χ. ως το 1821 μ.Χ., όπως μας θυμίζει ο κ. Γιανναράς, 17 φυλές εισέβαλαν στον ελλαδικό χώρο και αφομοιώθηκαν άπασες. Μηδέ της Ρώμης εξαιρουμένης. Γιατί; Διότι ήταν ισχυρός ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός.

Bruce Springsteen - Dream Baby Dream

25 Φεβ 2016

Δεν υπάρχει κανένας άπατρις, εφόσον υπάρχει η πόλη των Θεσσαλονικέων....

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα του λόγου που γράφτηκε  περίπου στα 1310 από τον Νικηφόρο Χούμνο, ένα Θεσσαλονικέα βυζαντινό λόγιο με καταγωγή από πλούσια και επιφανή οικογένεια της Θεσσαλονίκης. Ο λόγος γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάζει την Θεσσαλονίκη και τους κατοίκους της στις αρχές του 14ου αιώνα.

Και όσοι έτυχε να δυστυχήσουν στη ζωή τους και έχασαν τα πάντα και περίεπεσαν σε συμφορές, όλοι αυτοί καταφεύγουν σε σας, σαν σε κοινούς πατέρες. Εσείς πάλι κάνετε τα πάντα γι’ αυτούς και τους παρέχετε ό,τι χρειάζονται. Ο νόμος λοιπόν υποδέχεται αυτούς, ο πιο καλός από τους δικούς σας, προσφέροντας τους την πόλη ως πατρίδα. Και αφού περάσει ένα σύντομο τακτό χρονικό διάστημα, και αυτό γίνεται για να διατηρηθεί η τάξη, κανείς δεν τους κατηγορεί για ξένους και μπορούν να συμμετέχουν ως ίσοι σε όλα τα αγαθά της πόλης και δεν κερδίζουν τίποτε λιγότερο από τους αυτόχθονες. Από την ατυχία τους, μπορεί να πει κανείς, μερικοί καταλήγουν να γίνουν ευδαίμονες, γιατί η δεύτερη εμπειρία τους είναι πολύ καλύτερη. Αυτό λοιπόν που όλη η γη είναι για όλους τους ανθρώπους, μητέρα δηλαδή και κοινή τροφός, αυτό γίνεται και η πόλη σας για όλους όσοι τη χρειάζονται τους μεταχειρίζονται σαν γνήσια παιδιά της και δεν θεωρεί κανένα νόθο και, όποιον το επιζητεί, τον κατατάσσει ανάμεσα στους γιους της.
Άρα, εάν κάποιος ακόμη και από μακριά διεκδικεί την πόλη σας ως πατρίδα, θα επικρατήσει στους δικαστές η άποψη ότι αυτός ανήκει στην πόλη. Γιατί δεν υπάρχει σε σας η διάκριση που υπάρχει στους άλλους, ο ένας πολίτης, ο άλλος ξένος, αφού όλοι σε όλα τα σημεία της οικουμένης συμβαίνει να είναι πολίτες της δικής σας πόλης και δεν υπάρχει κανένας, ακόμη και αυτός που είναι διωγμένος από παντού για τη δυστυχία του, που να μην μπορεί να προσβλέπει στη δική σας πόλη ως πατρίδα. Γιατί σε όλους κάνατε φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας άπατρις, εφόσον υπάρχει η πόλη των Θεσσαλονικέων.

Νικηφόρος Χούμνος
Θεσσαλονικεύσι Συμβουλευτικός
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ



22 Φεβ 2016

Οι πίνακες του Vincent van Gogh σε 3d animation

του Τελώνη και του Φαρισαίου...

Το ίδιο και οι ατομικές αρετές, τα ατομικά ηθικά κατορθώματα και «καλά έργα». Είναι μόνο άσκηση στην αυταπάρνηση και αυτοπροσφορά, δηλαδή μόνο προετοιμασία για τον σκοπό ή το «τέλος»  της μετοχής στο ευχαριστιακό σώμα της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Αν αποσπασθούν και αυτονομηθούν από αυτό το «τέλος», δεν είναι παρά φυσικά κατορθώματα, τρέφουν τις ψευδαισθήσεις αυτάρκειας και την αυτοϊκανοποίηση της φύσης, μας εμποδίζουν να παραιτηθούμε από τη φύση για να παραδοθούμε στη Χάρη.
Η μετοχή στην «ευαγγελική» επαγγελία της αφθαρσίας και αθανασίας εξαρτάται πρωταρχικά από τον εγκεντρισμό του ανθρώπου στην ευχαριστιακή κοινότητα, στον ευχαριστιακό τρόπο της υπάρξεως. Και για την κατανόηση αυτού του τρόπου λειτουργεί πάντοτε ως κανόνας και μέτρο το ευαγγελικό παράδειγμα του Τελώνη και του Φαρισαίου: Ο Φαρισαίος είναι το υπόδειγμα του «θρησκευτικού» ανθρώπου, που επιδιώκει ατομικά τη σωτηρία του, βασισμένος στις ατομικές του ηθικές επιδόσεις, στα ατομικά του επιτεύγματα αρετής και πιστότητας στον Νόμο: Νηστεύει δις του σαββάτου, αποδεκατοί πάντα όσα κτάται, δεν είναι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων - αυτοδικαιώνεται, ως ηθική μονάδα, παραμένοντας όμως θνητός, αποκλεισμένος από τη ζωή της αγαπητικής αυτοπαραίτησης και κοινωνίας. Αντίθετα ο Τελώνης είναι το υπόδειγμα του εκκλησιαστικού ανθρώπου: Αναγνωρίζει την αποτυχία του σε κάθε ατομική του προσπάθεια για αρετή και ηθικά κατορθώματα, δεν έχει να ελπίσει σε τίποτα άλλο, παρά μόνο στο έλεος της αγάπης του Θεού, στην οποία και παραδίνεται ταπεινά. Δεν λογαριάζει τον εαυτό του άξιο για σωτηρία, δεν διαθέτει κανένα αντίτιμο για την εξαγορά της.  Αν υπάρχει περίπτωση να σωθεί, θα είναι μόνο επειδή ο Θεός τον αγαπάει δίχως μέτρα και σταθμίσεις, γι’ αυτό εγκαταλείπεται στη δική Του ερωτική αγαθότητα. Και έτσι γίνεται υπόδειγμα που μας «προάγει» στην ευχαριστιακή Βασιλεία.


Χρήστος Γιανναράς
Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα

εκδόσεις ΔΟΜΟΣ

15 Φεβ 2016

Martynas - Hungarian Dance No.5 in G Minor

1 χρόνος μετά...

Μετά από ένα χρόνο εξουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει στην κυβέρνηση όσα είχε φανερώσει στην αντιπολίτευση την τελευταία πενταετία και ιδιαίτερα την προεκλογική περίοδο. Φυσικά και δεν είναι συνεπής ούτε σε μία από τις υποσχέσεις του αλλά και αυτό φαινόταν ξεκάθαρα προεκλογικά μόνο σε όσους σκέφτονται πολιτικά ανεξάρτητα της ιδεολογικής τους τοποθέτησης. Η πολιτική σκέψη δεν έχει να κάνει με την ιδιοτέλεια του καθενός. Είναι προφανές ότι η μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού είτε χάνει από την κακή πορεία της χώρας είτε κερδίζει από τις μικρές επιτυχίες της ελληνικής οικονομίας. Δεν επιλέγεται η κυβέρνηση για να κάνει «έστω ένα από τα δέκα που υποσχέθηκε»· όταν ο πολίτης σκέφτεται με τόση μικρόνοια είναι σίγουρο ότι θα βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων μετά τις εκλογές. Με λίγα λόγια κάθε φορά επιλέγουμε αυτό που μας αντιπροσωπεύει ηθικά και πολιτικά… Ο τρόπος  της κυβέρνησης είναι σαφής και συνοψίζεται:

9 Φεβ 2016

Οι αρχηγοί, Γεώργιος Σουρής


Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.

Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.

Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.

Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.

Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.

Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,

ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.

Sam Smith - Writing's On The Wall (from Spectre)

7 Φεβ 2016

Νέα Δημοκρατία από την αρχή λοιπόν...

Το μόνο αισιόδοξο πολιτικό γεγονός των τελευταίων μηνών είναι η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ. Αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει να κάνει με την ικανότητα του νέου αρχηγού ή την δυνατότητα να κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκλέχτηκε μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις με μεγάλη συμμετοχή, γεγονός που δείχνει ότι το ποσοστό της ΝΔ στις προηγούμενες εκλογές μπορεί να θεωρηθεί συμπαγές. Η αναπάντεχα μεγάλη συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές δίνει στην αξιωματική αντιπολίτευση τη δυνατότητα να ασκήσει τα  διευρυμένα λόγω της συγκυρίας καθήκοντά της και να ακουστεί, να μην συρθεί στις κυβερνητικές επιλογές και να εμφανίζεται πολιτικά ισχυρή. Η χώρα χρειάζεται μια ισχυρή και έτοιμη αξιωματική αντιπολίτευση, που δεν υπήρχε σε προηγούμενες περιόδους με αποτέλεσμα να ενισχυθούν ο λαϊκισμός και τα άκρα.

Il Volo - Nel blu, dipinto di blu (Volare) (Cover Audio)

«Σερενάδα στο παράθυρο του σοφού», Ζαχαρίας Παπαντωνίου

«Σοφέ μου, το τετράσοφο 
Που σε φωτάει λυχνάρι 
Nάτανε, λέει, φεγγάρι 
Kαι συ είκοσι χρονώ ! 

Nάτανε τάχα η γνώση σου 
Mε τον αγέρα αμάχη, 
Για δασωμένη ράχη 
ξεκίνημα πρωινό… 

Nάτανε τάχα η σκέψη σου 
Συρτού χορού τραγούδια 
Mιαν αγκαλιά λουλούδια 
Mιαν ιστορία τρελλή, 

Tα μύρια που δε γνώρισες 
Nερό θαν τάειχες μάθει 
Mε δάσκαλο τα πάθη 
M’ ένα κλεφτό φιλί. 

Πολύ την καταφρόνεσες 
Tη ζωή, πανάθεμά τη… 
Kαι τώρα ; Eίναι φευγάτη 
Σαν όνειρο πρωινό. 

Xειλάκια ανθούν στη γειτονιά 
Γαρούφαλα στη γλάστρα– 
Kαι συ διαβάζεις τ’ άστρα 
Kαι το βαθύ ουρανό.»


Ζαχαρίας Παπαντωνίου

2 Φεβ 2016

Η ευθύνη και το χρέος της φυλής...

Από κει απ’ αντίκρυ ξεκίνησαν κ’ ήλθαν όλοι τούτοι  οι ψαράδες κ’ οι ναυτικοί μια φαρμακωμένη μέρα. Φουκαράδες κι ανεμαλλιάρηδες ήρθαν, με την ψυχή στο στόμα, ξυπόλητοι κι αγριεμένοι. Μέσα στα τρομαγμένα μάτια τους κρατούσαν την κόκκινη αντιλαμπή από μια πλατιά πυρκαγιά. Ήρθαν με το μαύρο βρακί ανατραβηγμένο μέσα στο μαλλένιο ζουνάρι, φορούσαν στο κεφάλι τις βαριές αϊβαλιώτικες «κατσούλες» από βελούδο ξεφτισμένο.
Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγευμα, και τα κύματα φούσκωναν μολυβιά, δίχως να σπάνουν, σα φάνηκαν οι βάρκες τους νάρχονται. Μπρόβαλαν ξεφνικά μες από την αντάρα. Έπηξε η θάλασσα από ένα κοπάδι καΐκια, που σκαμπανέβαζαν με κόπο πάνω στα μουγγά κύματα κι όλο κόντευαν, έτσι μαζωμένα.
Με τα κουπιά ερχόντανε, και με τα πανιά, και κάτι ψαρόβαρκες, πλέβανε με δυσκολία και τραμπαλίζονταν πάνω στην ασκοθάλασσα, μ’ ένα σεντόνι μ’ ένα γυναικείο ρούχο απλωμένο για πανί. Σίμωναν ολοένα και πολεμούσαν να πιάσουν το λιμάνι με κοντοβόλτες. Απ’ έξω, στο μόλο, μαζεύτηκαν ένα πλήθος χωριανοί, μαζεύτηκαν όλοι οι Σκαλιώτες. Κοίταζαν, περίμεναν ν’ αρπάξουν τον κάβο, να δώσουν ένα χέρι. Ένα μουρμουρητό βούιζε ανάμεσα στο πλήθος που περίμενε:
- Οι πρόσφυγοι… οι πρόσφυγοι…
Ο λόγος γύριζε από στόμα σε στόμα, καθένας τον έλεγε στον άλλον για να τον ακούσει ο ίδιος.
Το κοπάδι οι βάρκες όλο και σίμωναν, κόσμος πολύς φαινόταν στοιβαγμένος μέσα, όμως πιο πολύ βάραινε η σιωπή που σήκωναν τούτα τα καΐκια. Ένα - ένα άρχισαν να μπαίνουν στο πόρτο, τα πανιά μαϊνάραν, από μέσα πετούσανε σκοινιά κ’ οι χωριανοί δένανε κάβονα πλευρίσουν στο μόλο.
Τα πιο πολλά τους ήτανε ψαράδικες βάρκες, παλιές σκάφες για χερομάχους του κουπιού. Γέρικα σκαριά με ξεθωριασμένες μπογιές και βασανισμένα μαδέρια. Ήταν όμως και μερικές, που και που, φρέσκες, με χαριτωμένη κοψιά. Άστραφταν ακόμα μέσα στα νερά οι κόκκινες και γαλάζιες λαδομπογιές.
Σε ξάφνιαζε τούτη η αταίριαστη λαμπράδα, ακόμα και κάτι ονόματα στις μάσκες, ζωγραφισμένα με λουλούδια και στολίδια, παράφωνα μέσα σε τούτη θλίψη. «Το Μαρικάκι», «Η Μιλήτσα», «Το Φροσάκι», «Γεια σου βάσανο» και τέτοια. Όλα τους άραζαν φορτωμένα δυστυχία και φρίκη. Μερικά ήρθανε τρύπια από τα βόλια. Είχανε βουλωμένες τις τρύπες με προσόψια και μεταξωτές μπόλιες, με σκουφίτσες παιδιών και εσώρουχα.
Έβγαιναν ανάκατοι άντρες, γυναίκες, μωρά. Τα πρόσωπά τους ήταν άπλυτα, χαλκοπράσινα, τα δόντια σφικτά κλειδωμένα. Κοιτούσαν γύρω με κόκκινα μάτια πρισμένα από την αγρύπνια. Είχανε τους λαβωμένους  τους μαζί, βγάλανε και κάτι σκοτωμένους, ανάμεσά τους ήταν ένα παλικάρι με ξανθό γενάκι, πολύ νέο και μια γυναίκα. Το μάγουλό της ήταν σκισμένο, το σαγόνι δεμένο με άσπρη μαγουλίκα και τα μάτια στυλωμένα, ολάνοιχτα προς τον ουρανό. Κατάμαυρα μάτια.
Τα κουφάρια ήταν ξυλιασμένα, τάβγαλαν πάνω σε παλιές στρατιωτικές μπανανίες. Κανένας δεν έκλαιγε πια. Έλεγαν «σιγά, πιάσε απ’ τη μασχάλη, μόλα το σκοινί» σα νάβγαζαν τίποτα μπόγους. Έβγαλαν κ’ ένα γέρο που ήτανε τυφλός κι από τα δυο μάτια. Στάθηκε στα πόδια του στη στεριά, έκανε το σταυρό του, και σαν κίνησε να περπατήσει, άπλωσε τα χέρια μπροστά κ’ έκανε να προχωρέσει κατά τη θάλασσα. Τον έπιασε από το μπράτσο μια γυναίκα, τον τράβηξε και είπε:
- Από δω, μωρέ καψερέ!
Ο γέρος γύρισε Τα μάτια του ήταν βγαλμένα με το μαχαίρι, δυο κόκκινες ανοιχτές πληγές.
Ήταν και μια μικρομάνα και κρατούσε στην αγκαλιά ένα αγοράκι πολύ αδύνατο τυλιγμένο σε κόκκινο χράμι.
Κρέμονταν τα λεπτά ποδαράκια του και κουνιόντανε. Κρεμόνταν πίσω, στη ράχη της μάνας, και το δεξί του χεράκι, πολύ κίτρινο. Ακουμπούσε ήσυχα το τυλιγμένο του κεφάλι στον ώμο της.
Ο κόσμος που έτρεξε να βοηθήσει το πήρε για άρρωστο. Αμ’ αυτό ήταν πια πεθαμένο. Δεν θάχε πολλήν ώρα που ξεψύχησε. Η νέα γυναίκα το κρατούσε σην αγκαλιά με προσοχή, όπως ένα άρρωστο παιδί. Είχε το νου της να μην ξεσκεπαστεί το κεφαλάκι και κρυώσει, όμως τόξερε πως ήταν πια πεθαμένο, πάει τελείωσε.
Ο άντρας πήδηξε έξω από τη βάρκα, της έδινε το χέρι να τη βοηθήσει. ‘Ηταν ένας κοντός γεροφκιασμένος τύπος, με σγουρό, ξεσκούφωτο κεφάλι. Είδε πως αυτή δυσκολευόταν ν’ ακουμπήσει απάνω του, για το ζερβί της, που δεν ήταν απασχολημένο με το παιδί, βάσταγε με προσοχή ένα δέμα, τυλιγμένο σε γαλάζια πετσέτα του τραπεζιού. Του έδωσε να της κρατήσει αυτό το πράμα.
Αυτός άπλωσε το χέρι και το πήρε, το ξετύλιξε από την πετσέτα. Είδε πως ήταν ένα κόνισμα, έσφιξε τα δόντια. Δίχως να πει κουβέντα, έχωσε την πετσέτα στη ζώνη, κατόπι έπιασε το κόνισμα με τα δυο του χέρια και το χτύπησε στο γόνατο. Τόσπασε πάξα, δυο στη μέση, πέταξε τα κομμάτια στη θάλασσα, τόν’ από δω, τ’ άλλο από κει.
- Έλα, έβγαινε! είπε σύντομα στη γυναίκα.
Αυτή κοίταξε τρομαγμένη τα μικρά τσακισμένα σανίδια που πλέψανε. Έκανε όπως μπόρεσε το σταυρό της και βγήκε με το αγοράκι στην αγκαλιά, δίχως μιλιά, με το μικρό τρομαγμένο της πρόσωπο κλειστό. Ήταν μια μικρή μητέρα, με λεπτό μελαχρινό πρόσωπο και ψιλιγραμμένου φρύδι.
Φορούσε και στα δυο της χέρια γαλάζια βραχιόλα από γυαλί που κουδούνισαν, σαν πάτησε στη στεριά. Γύριζε πίσω το κεφάλι, κοίταζε το σπασμένο κόνισμα κ’ έκανε το σταυρό της.
Η σιωπή είχε σπάσει, η μικρή πλατέα του λιμανιού γιόμιζε θόρυβο από φωνές και κρότους. 
Οι ντόπιοι ήταν κάνανε τον πολύ σαματά, με την προθυμία τους να βοηθήσουν τους κατατρεγμένους. Φαίνονταν πιο φοβισμένοι απ’ αυτούς. Κ’ οι γυναίκες του νησιού κλάψαν μ’ αναφυλλητά. Τους βόλεψαν όπως - όπως στα παλιόσπιτα και στα παλιομάγαζα, στις καλύβες των κοντινών χωραφιών. Βάλαν ακόμα και στ’ αμπάρια, που είχε το εργοστάσιο ν’ αποθηκεύει ο κάθε χτηματίας τις ελιές του για το άλεσμα. Τους φέρανε φαΐ, ρακί και καφέ να ψυχοπιάσουν.
Κατέβηκε κι ο γιατρός ο Πλατανάς από το χωριό, με την τσάντα του και με τα γιατρικά του. Ήταν χοντρός και κόκκινος, φαρδύς, με κάτι φρύδια άγρια και μπλεγμένα σαν αναποδογυρισμένα μουστάκια. Ξεφυσούσε με τα φουσκωτά του μάγουλα κ’ έλεγε «μπρε, μπρε, μπρε» και τύλιγε με τα παχιά τριχερά χέρια τις γάζες και καθάριζε τις πληγές.
- Μπρε, μπρε, μπρε!
Ανέβασαν και θάψανε τους νεκρούς στην Αγία Σωτήρα, πάνω, στο κοιμητήρι της Μουριάς. Εκεί είναι η παλιά εκκλησιά, έξω από το χωριό, μέσα σ’ ένα περιβόλι γιομάτο από αρχαίους πρίνους. Είναι σγουρά δέντρα αιώνια με σκοτεινοπράσινο φύλλωμα, στριμμένο, όλο κεντίδια, σαν από μέταλλο. Κοντά στους τάφους έχει αγριοτριανταφυλλιές και τούφες κίτρινες μαργαρίτες, που θρασομανούν κάθε άνοιξη βυζαίνοντας τους νεκρούς.
Όλο το χωριό πήγε στο ξόδι κ’ έκλαψε, όλοι έτρεξαν να δώσουν μια παρηγοριά στους κατατρεγμένους της μοίρας, που ένιωθαν κλεισμένη μέσα στη φαρμακωμένη ψυχή τους την ευθύνη και το χρέος της φυλής. Όσες ντόπιες γυναίκες είχανε παιδιά που χάθηκαν στον πόλεμο και στην αιχμαλωσία, ξανάδωσε η θλίψη τους, στάθηκαν γύρω σε συγγενικούς τάφους και μοιρολόγησαν φωναχτά τους άταφους νεκρούς, που έμειναν πιστοί στην Ανατολή.

Στρατής Μυριβήλης
Η Παναγιά η Γοργόνα
εκδ. Εστία